Παρασκευή, Αυγούστου 10, 2012

H απόφαση της Αρχής Δεδομένων για τις συλληφθείσες οροθετικές

Τρεις και πλέον μήνες μετά την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση που επιφύλαξε το κράτος σε συλληφθείσες εκδιδόμενες οροθετικές γυναίκες και παρά την διεθνή κατακραυγή για την κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων τους με την δημοσιοποίηση πλήθους προσωπικών δεδομένων τους, σαν να ήταν καταζητούμενες ενώ είχαν ήδη προφυλακιστεί, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωρινού Χαρακτήρα δίνει στην δημοσιότητα ένα κείμενο 16 σελίδων, στο οποίο αποφαίνεται ότι δεν έχει αρμοδιότητα να ασχοληθεί με το θέμα.

Eίχε προηγηθεί η  καταδικαστική γνώμη της Συνηγόρου του Πολίτη, η αντίστοιχη διαμαρτυρία της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στην οποία μετέχει ως καταστατικό μέλος εκπρόσωπος της Αρχής!), η  σχετική ανάλυση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που επεσήμαινε ότι έπρεπε προηγουμένως να έχει τοποθετηθεί η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, καθώς και η σχετική ανακοίνωση της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων. Το θέμα γνώρισε διεθνείς διαστάσεις, με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών να καταδικάζουν την απάνθρωπη συμπεριφορά, ενώ τοποθετήθηκε και η εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατόπιν σχετικών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. 

Ως πληρεξούσιος δικηγόρος ορισμένων οργανώσεων που ασχολούνται με ανθρώπινα δικαιώματα, στις 2.5.2012 υπέβαλα μια καταγγελία στην Αρχή, αναφέροντας ότι, καθώς ο νόμος αναφέρει ότι η δημοσιοποίηση στοιχείων για λόγους δημόσιας υγείας προϋποθέτει άδεια της Αρχής, η διαδικασία θα έπρεπε να είχε διέλθει και από αυτό το επίπεδο ανεξάρτητης κρίσης. Και ότι η κρίση θα έπρεπε να είναι αρνητική, αφού είχαν προηγηθεί ανακοινώσεις του ΚΕΕΛΠΝΟ και της ΕΛ.ΑΣ. για το θέμα αυτό, χωρίς προσωπικά δεδομένα, οπότε το ίδιο το κράτος διέθετε ηπιότερο μέσο για την προστασία της δημόσιας υγείας, το οποίο είχε εξάλλου εφαρμόσει κι επομένως η δημοσιοποίηση όλων των υπόλοιπων στοιχείων ήταν περιττή και ξεπερνούσε τα ανεκτά όρια σε μια δημοκρατική κοινωνία. 

Ένα μήνα μετά, στις 6.6.2012, σχετικό έγγραφο προς την Αρχή απέστειλε και ο Γενικός Γραμματέας Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του αντίστοιχου Υπουργείου, θέτοντας ερωτήματα για την νομιμότητα της δημοσιοποίησης των φωτογραφιών, ζητώντας τη γνώμη της Αρχής για τυχόν αναγκαίες παρεμβάσεις στο θσμικό πλαίσιο. 

Η Αρχή απέφυγε να καλέσει τις οργανώσεις κατά τις δύο μυστικές συνεδριάσεις που αφιέρωσε στο θέμα. Κάλεσε όμως την Ελληνική Αστυνομία να τοποθετηθεί, χωρίς ποτέ να μας δώσει την δυνατότητα να αντικρούσουμε τα επιχειρήματά της, τα οποία περιέχονταν στις έγγραφες απαντήσεις της. Και, ακόμη χειρότερα, η Αρχή "συνένωσε" την υπόθεση με άλλη καταγγελία που εκκρεμούσε από το έτος 2009 και η οποία αφορούσε διαμαρτυρία για δημοσιοποίηση στοιχείων ατόμου που διωκόταν για πορνογραφία ανηλίκων. Το γεγονός ότι μαθαίνουμε το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας από την ιστοσελίδα της Αρχής, παρά τα πολλαπλά τηλεφωνήματά μας προς τον Πρόεδρο για εμφάνιση των εκπροσώπων των οργανώσεων κατά τη συνεδρίαση, δείχνει ότι η ανεξάρτητη αρχή περιφρονεί το ρόλο της κοινωνίας των πολιτών και των συγκεκριμένων, αντιπροσωπευτικών οργανώσεων που ασχολούνται με τα δικαιώματα των οροθετικών στην Ελλάδα. Ακόμη χειρότερα, συνδέει το θέμα της προστασίας των δεδομένων υγείας των οροθετικών με την καταγγελία ενός ατόμου που κατηγορείται για πορνογραφία ανηλίκων, προκαλώντας μια απαράδεκτη σύγχυση και ανυπόστατους συνειρμούς στο κοινό, ενώ οφείλει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή να διαλύει τις συγχύσεις και  να διαμορφώνει μια κουλτούρα σεβασμού ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αυτά τα  ατοπήματα στα οποία υπέπεσε η Αρχή, ακόμη κι αν δεν παρουσιάζουν τα στοιχεία της νομικής παρατυπίας, υποδεικνύουν ότι, δυστυχώς, το αρμόδιο θεσμικό όργανο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στην Ελλάδα δεν έχει αντιληφθεί ούτε την σοβαρότητα της ίδιας της υπόθεσης, αλλά ούτε και τον παιδευτικό θεσμικό του ρόλο. Ανεξάρτητα λοιπόν από το αποτέλεσμα, τα ατοπήματα αυτά δεν συνάδουν με τους κανόνες της ορθής διοικητικής συμπεριφοράς, πρωτοπόρος της οποίας θα έπρεπε να είναι η Αρχή, αλλά αντίθετα στοιχειοθετούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις κακοδιοίκησης. 

Επί της ουσίας τώρα: η Αρχή θεμελιώνει την αναρμοδιότητά της στην διάκριση των λειτουργιών. Το σκεπτικό είναι ότι αφού η δημοσιοποίηση των στοιχείων επετράπη με διάταξη εισαγγελέα, δηλαδή δικαστικού λειτουργού, τότε η Αρχή δεν επιτρέπεται να παρέμβει, καθώς αυτό θα συνιστούσε παρέμβαση της εκτελεστικής λειτουργίας στο έργο της Δικαιοσύνης. Πρόκειται για αστειότητες. Η "διάκριση των λειτουργιών" δεν είναι μια συνθηματολογική έκφραση πολιτικού τύπου, αλλά έχει ένα συγκεκριμένο, νομικά καθορισμένο περιεχόμενο από το ίδιο το Σύνταγμα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 26 παρ. 3 αναφέρει ότι "η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια". Ποια "δικαστική λειτουργία", λοιπόν και ποιο "δικαστήριο" υπάρχει όταν ένας εισαγγελέας διατάζει την δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων για σκοπούς προστασίας της δημόσιας υγείας; Ο εισαγγελέας έχει μεν τις εγγυήσεις ανεξαρτησίας του δικαστικού λειτουργού, αλλά δεν είναι "δικαστήριο", όπως είναι λ.χ. το Μονομελές Πρωτοδικείο. Κι επίσης δεν ασκεί "δικαστική λειτουργία", αφού δεν εκδίδει δικαστική απόφαση, αλλά, εν προκειμένω, μια διάταξη με την οποία επιτρέπει στην Αστυνομία την δημοσιοποίηση των στοιχείων. Εξάλλου, δεν ζητήθηκε στην Αρχή να παρέμβει στο έργο του Εισαγγελέα, αλλά να υπενθυμίσει στην Αστυνομία (που σίγουρα αυτή, ούτε είναι "δικαστήριο", ούτε ασκεί "δικαστική λειτουργία") ότι ο ίδιος ο νόμος προβλέπει ότι χρειάζεται άδεια για την δημοσιοποίηση δεδομένων υγείας για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Άρα, ποια παρέμβαση στη "δικαιοσύνη" και ποια διάκριση των λειτουργιών;

Δεν θα ήταν η πρώτη περίπτωση που η Αρχή θα αντιλαμβανόταν το ρόλο της ως συμπληρωματικό των αρμοδιοτήτων του εισαγγελέα: με την γνωμοδότηση 3/2009 που αφορά την εισαγγελική αρμοδιότητα για διάταξη παράδοσης εγγράφων που τηρούνται από το Δημόσιο (δηλαδή και πάλι τον ρυθμιστικό εισαγγελικό ρόλο ως προς τη ροή προσωπικών πληροφοριών), η Αρχή καθαρά και ξάστερα είχε γνωματεύσει ότι "η εισαγγελική παραγγελία δεν πρέπει να επεκτείνεται σε ευαίσθητα δεδομένω (λ.χ δεδομένα υγείας)" και ότι "όταν ο εισαγγελέας εξετάζει αίτημα πολίτη για χορήγηση και ευαίσθητων δεδομένων, θα πρέπει να διαβιβάζει την σχετική αίτηση προς την Διοίκηση με τη σημείωση ότι οφείλει να ζητήσει την άδεια της Αρχής". Αυτά δεν ήταν εκτροπή στη διάκριση των εξουσιών. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι είναι εντελώς διαφορετική μια ανακριτική πράξη, όπως η δημοσιοποίηση στοιχείων στο πλαίσιο ποινικής δίωξης, από την  (διοικητικής φύσεως) εισαγγελική παραγγελία χορήγησης στοιχείων από την Διοίκηση. Λες και στην μία περίπτωση επιτρέπεται η παρέμβαση στην διάκριση των λειτουργιών, ενώ στην άλλη όχι. Και η Αρχή πέφτει σε αυτήν την παγίδα, αφού στην απόφασή της για τις οροθετικές αναφέρει ότι η αρμοδιότητα δημοσιοποίηση στοιχείων "δεν αποτελεί αμιγώς διοικητική αρμοδιότητα του εισαγγελέως, η οποία εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, με βάση το οργανικό κριτήριο, ως πράξη προερχόμενη από όργανο της δικαστικής εξουσίας, αλλά μπορεί να ενταχθεί στο έργο της απονομής δικαιοσύνης, με το οποίο είναι επιφορτισμένες κατά το Σύνταγμα (άρθρο 87 επ.) οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, καθώς λαμβάνει χώρα κατά τη διερεύνηση μιας ποινικής υπόθεσης, με τη διενέργεια προανακρίσεως ή κυρίας ανακρίσεως που ως σκοπό έχουν την βεβαίωση εγκλημάτων που αναφέρονται στην διάταξη και απαριθμούνται ενδεικτικός σ' αυτή και κατατείνει στον κολασμό τους." Πρόκειται για σαφέστατη παρερμηνεία του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρει καθαρά και ξάστερα ότι : "Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία." Η δικαιοσύνη, λοιπόν, δεν απονέμεται από τους εισαγγελείς, ούτε τις "εισαγγελικές αρχές", όπως ανακριβώς αναφέρει η απόφαση της Αρχής. Άλλο "δικαστικός λειτουργός", προς τον οποίο εξομοιώνεται ο εισαγγελέας, κι άλλο "τακτικός δικαστής", στον οποίο αποκλειστικά και μόνο έχει αναθέσει το Σύνταγμα την απονομή της Δικαιοσύνης. Αναφέρει η Αρχή στην απόφαση: "κατάφαση της Αρχής για άσκηση τέτοιου ελέγχου, θα υπήγαγε ουισαστικά τους λειτουργούς της εισαγγελικής αρχής, οι οποίοι, όπως και οι δικαστικοί λειτουργοί, απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και υπόκεινται κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους μόνο στο Σύναγμα και τους νόμους, στο διοικητικό έλεγχο της Αρχής, πράγμα το ποίο τυγχάνει ευθέως αντίθετο προς την προαναφερθείσα αρχή της διάκρισης των εξουσιών." Και πάλι, όμως, το Σύνταγμα στο άρθρο 87 παρ. 2 αναφέρει ότι "οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους (...)". Η διάκριση λοιπόν αφορά μόνο τους δικαστές κι όχι κάθε περίπτωση δικαστικού λειτουργού, κατηγορία ευρύτερη στην οποία ανήκουν και οι εισαγγελείς, οι οποίοι υπάγονται σε ένα σύστημα σαφούς εποπτείας κατά τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών (βλ. εδώ). Επομένως, καμία απολύτως εισαγγελική πράξη νοείται ως απονομή Δικαιοσύνης, τουλάχιστον στο ισχύον Ελληνικό συνταγματικό πλαίσιο. Το γεγονός ότι οι εισαγγελείς υπάγονται για διοικητικούς κι εγγυητικούς λόγους στο σύστημα της Δικαιοσύνης δεν σημαίνει και ότι  το Σύνταγμα επιτρέπει να αποφαίνονται ως "τακτικοί δικαστές" ή "δικαστήρια", ώστε οι πράξεις τους να απολαμβάνουν και "ασυλία" από τον έλεγχο των ανεξάρτητων αρχών ή -τελικά- και της ίδιας της Δικαιοσύνης.  Δεν μιλάμε για παρέμβαση της κυβέρνησης στο έργο της δικαιοσύνης! Μιλάμε για επιβοήθηση του προϊσταμένου της αστυνομικής αρχής εισαγγελέα, από μια συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη αρχή

H καταγγελία στην Αρχή δεν την καλούσε να "καταργήσει" ως αντισυνταγματική την διάταξη με την οποία απονέμεται στον εισαγγελέα η αρμοδιότητα δημοσιοποίησης, αλλά την καλούσε να τοποθετηθεί για την ουσιαστική νομιμότητα της συγκεκριμένης δημοσιοποίησης, η οποία ξεπερνούσε τα ανεκτά όρια ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας. Δεν ζητήθηκε δηλαδή από την Αρχή να παραστήσει το "Συνταγματικό δικαστήριο", αλλά να αναγνωρίσει ότι διατηρεί την αρμοδιότητα του άρθρου 7 παρ.2 ν.2472 που αναφέρει ότι η δημοσιοποίηση ευαίσθητων δεδομένων για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας προϋποθέτει (και) την δική της άδεια, την οποία δεν διέθετε η Ελληνική Αστυνομία. Ο στόχος δεν ήταν λοιπόν η κατάργηση της εισαγγελικής αρμοδιότητας, ώστε να τίθεται ζήτημα "διάκρισης των εξουσιών". Ο στόχος ήταν η αξιολόγηση της Αστυνομίας που ακόμη και σήμερα διατηρεί στις ιστοσελίδες της αναρτημένα αυτά τα δεδομένα. Σήμερα, που έχουν εκλείψει όλες οι δικαιολογήσεις της εισαγγελικής διάταξης (προστασία δημόσιας υγείας, διευκόλυνση απονομής δικαιοσύνης), η Αστυνομία δεν έχει απολύτως κανέναν λόγο να διατηρεί on line αυτά τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Αυτή την διάκριση μπορούσε και όφειλε να την είχε κάνει η Αρχή, αφού με καμία ερμηνεία μπορεί να θεμελιωθεί ότι η διάταξη του Εισαγγελέα αφορούσε μια απροϋπόθετη και αέναη δημοσιοποίηση ανεξάρτητα από τους σκοπούς που εξυπηρετούσε. Η Αρχή, όμως, αποφάσισε να μην ασχοληθεί ούτε με αυτό. 

Το μόνο θετικό στοιχείο αυτής της απόφασης - που κατά τ΄ άλλα προσβάλλει τον νομικό μας πολιτισμό -  είναι ορισμένα κριτήρια που με το ζόρι ψέλλισε η Αρχή, ως απάντηση στον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στο οποίο "υπάγεται" υπηρεσιακά κατά τον νόμο. Η Αρχή απαντά ότι όντως το νομικό πλαίσιο χρήζει τροποποιήσεων εισηγούμενη ορισμένες από αυτές, καλώντας έτσι τον νομοθέτη να επέμβει στην "δικαστική" εξουσία των... εισαγγελέων. Στην απάντηση της, η Αρχή ακολουθεί όλα αυτά που έχουν υποστηριχθεί και στην καταγγελία των οργανώσεων, αλλά και στην σχετική βιβλιογραφία: ο εισαγγελέας οφείλει να σέβεται την αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, οι αλλαγές που αντιγράφει η Αρχή από την βιβλιογραφία, χωρίς βέβαια να παραθέτει, κατά την προσφιλή της συνήθεια, παραπομπές, είναι: 

α) ότι η εισαγγελική διάταξη πρέπει να είναι ειδικώς και πλήρως αιτιολογημένη και να εξειδικεύει τον σκοπό που επιβάλλει στην συγκεκριμένη περίπτωση την δημοσιοποίηση των στοιχείων που εξαντλητικά θα αναφέρει, 
β) να αναφέρεται ο τρόπος της δημοσιοποίσης και το χρονικό διάστημα που θα διαρκέσει για να μην καταλείπονται "περιθώρια διακριτικής ευχέρειας στις Αρχές που θα κληθούν να την εφαρμόσουν" και 
γ) να θεσπιστεί δικαίωμα ασκήσεως από τον κατηγορούμενο, εντός πολύ σύντομης προθεσμίας, προσφυγής κατά της εισαγγελικής διάταξης, σε ανώτερο ιεραρχικά εισαγγελέα που θα αποφαίνεται σε πολύ σύντομη επίσης προθεσμία η άσκησ της οποίας θα έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. 

Οι προτάσεις αυτές που κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση, δεν είναι ολοκληρωμένες. Η δημοσιοποίηση δεν είναι δυνατόν να γίνεται για κάθε είδους αδίκημα με τον ίδιο τρόπο. Είναι γνωστό ότι για τα αδικήματα λ.χ. που σχετίζονται με την σεξουαλικότητα, σε άλλες χώρες υπάρχουν μητρώα για sex offenders, πρόσβαση στα οποία μπορεί να έχει κάθε ενδιαφερόμενος. Αλλά: πρόσβαση, όχι γενική δημοσιότητα. Προκαλεί κατάπληξη που η Αρχή δεν τολμάει να διατυπώσει αυτές τις διαφοροποιήσεις, ενώ τόσο η Σύσταση (R) 15 του 1987, όσο και η ίδια η Απόφαση-Πλαίσιο για την προστασία προσωπικών δεδομένων στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις επιβάλλουν την διάκριση ανάλογα με τις κατηγορίες των προσωπικών δεδομένων. Δεν αρκούν δύο - τρεις βελτιώσεις της διάταξης: χρειάζεται ένα πλήρες νομοθέτημα που να καθορίζει με σαφήνεια το πλαίσιο της ροής προσωπικών πληροφοριών για την εξυπηρέτηση των αναγκών της αστυνομίας και της δικαιοσύνης. 

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα είναι ο μοναδικός δημόσιος φορέας στην Ελλάδα, ο οποίος -κατ΄ αποτέλεσμα- αποφάνθηκε ότι νομίμως δημοσιοποιήθηκαν τα προσωπικά δεδομένα των οροθετικών γυναικών που συνελήφθησαν και διαπομπέφθηκαν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο. Πρόκειται για τον πιο πανυγηρικό τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε ένα  ανεξάρτητο δημόσιο όργανο να διακηρύξει ότι έχει αποτύχει παντελώς στην αποστολή που του έχει ανατεθεί από το Σύνταγμα. 



1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

εύγε, πλήρως εμπεριστατωμένη επιχειρηματολογία

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...