Τρίτη, Φεβρουαρίου 02, 2016

Ο θεσμός του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης

Το 2002 η Ελλάδα υπέγραψε την Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς. Έτσι, η Ελλάδα ανέλαβε ως διεθνή συμβατική υποχρέωση να διαθέτει μια ανεξάρτητη υπηρεσία, στελεχωμένη με κατάλληλα πρόσωπα, προκειμένου να καταπολεμεί την διαφθορά. Η Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς (GRECO) είχε εισηγηθεί το 2002 στην έκθεσή της για την Ελλάδα την δημιουργία της θέσης του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης για την εκπλήρωση αυτού του σκοπού. 

Ο θεσμός του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ιδρύθηκε με τον Ν.3074/2002 και η αποστολή του βασίζεται στο τρίπτυχο: διασφάλιση εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας της διοίκησης - παρακολούθηση και αξιολόγηση των ελεγκτικών σωμάτων της δημόσιας διοίκησης - καταπολέμηση της διαφθοράς και γραφειοκρατίας. Για να ανταποκριθεί σε αυτή την αποστολή του, ο ΓΕΔΔ έχει μια σειρά από ελεγκτικές αρμοδιότητες και  ο ίδιος, στο σύνολο του δημόσιου τομέα. Σημαντική αρμοδιότητα που τον διαφοροποιεί από άλλα ελεγκτικά όργανα είναι ότι ο ΓΕΔΔ έχει το δικαίωμα να ασκεί ένσταση κατά απόφασης πειθαρχικού οργάνου, ώστε μια υπόθεση που αφορά δημόσιο υπάλληλο να κριθεί σε δευτεροβάθμιο πειθαρχικό όργανο, αλλά και να προσφύγει στα Δικαστήρια κατά απόφασης πειθαρχικού οργάνου αν κρίνει ότι δεν επιβλήθηκε σωστά. Μια δεύτερη μεγάλη κατηγορία αρμοδιοτήτων του είναι ότι διεξάγει τον έλεγχο πόθεν έσχες όλων των διοικητικών υπαλλήλων που έχουν υποχρέωση για υποβολή περιουσιακών καταστάσεων

Ως ΓΕΔΔ επιλέγεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, πρόσωπο εγνωσμένου κύρους, υψηλής επιστημονικής κατάρτισης και ευρείας κοινωνικής αποδοχής. Με πρόταση του ΓΕΔΔ διορίζονται από τον Υπουργό και 4 Βοηθοί ΓΕΔΔ που η θητεία τους λήγει αυτοδικαίως με την λήξη της θητείας του ΓΕΔΔ. Και οι πέντε απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, όπως οι δικαστικοί και τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών. 

Πρώτος ΓΕΔΔ ορίστηκε ο αρεοπαγίτης Κων/νος Δαφέρμος, ο οποίος είχε γίνει γνωστός και ως πρώτος πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Όταν όμως η Ν.Δ. κέρδισε τις εκλογές τον Μάρτιο του 2004, με νομοθετική διάταξη επέβαλε την αυτοδίκαιη λήξη της θητείας όλων των μονομελών οργάνων του δημοσίου, με ορισμένες εξαιρέσεις, ανάμεσα στις οποίες και οι μονομελείς ανεξάρτητες αρχές που διέπονται από τον Ν.3052/2002. Με αυτόν τον τρόπο, η θητεία του κ. Δαφέρμου έληξε πριν συμπληρωθεί η προβλεπόμενη 5ετία και στην θέση του Γ.Ε.Δ.Δ. τοποθετήθηκε ο αρεπαγίτης κ. Λέανδρος Ρακιντζής στις 13.9.2004.

Ο κ. Δαφέρμος προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ώστε να προσβάλλει την νομιμότητα της αποπομπής του. Η Ολομέλεια του ΣτΕ με την απόφαση 1849/2008 προέβη σε ορισμένες πολύ σημαντικές κρίσεις για τον θεσμό του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης: 

"ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, ο οποίος είναι ανώτατος διοικητικός υπάλληλος εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας, ως εκ της ιδιάζουσας φύσεως της θέσεώς του, της ειδικής αποστολής και του περιεχομένου των αρμοδιοτήτων του, της μη προβλέψεως από το νόμο δημόσιας πρόσκλησης για υποβολή υποψηφιοτήτων εκ μέρους των ενδιαφερομένων για την κατάληψη της θέσεως, της έλλειψης διαδικασίας αξιολογήσεως των υποψηφίων και της μη προβλέψεως ελέγχου του διορισμού από ανεξάρτητη αρχή, πράγμα που επιτρέπεται, κατά την παρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος, μόνο για την πλήρωση θέσεων μετακλητών υπαλλήλων της παρ. 5 του άρθρου αυτού του Συντάγματος, καθώς και της μη προβλέψεως πειθαρχικής ευθύνης, ανήκει στην κατηγορία των μετακλητών ανωτάτων διοικητικών υπαλλήλων των εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας θέσεων, οι οποίοι επιτρέπεται να εξαιρεθούν με νόμο από τη μονιμότητα δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 103 παρ. 5 του Συντάγματος και εξαιρέθηκαν πράγματι από τη μονιμότητα με τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα, από την οποία δεν εισάγουν απόκλιση οι ειδικές διατάξεις του Ν. 3074/2002. Τούτο ενισχύεται, περαιτέρω, από το γεγονός ότι με το Ν. 3074/2002, πριν από τη θέσπιση πενταετούς θητείας με το άρθρο 9 του Ν. 3094/2003, δεν είχε καθορισθεί όριο ηλικίας για την αποχώρηση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, όπως προβλέπεται για όλους τους μονίμους δημοσίους υπαλλήλους, καθώς και από το γεγονός ότι ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης προΐσταται του Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, ο οποίος είναι μετακλητός δημόσιος υπάλληλος, και προεδρεύει του Συντονιστικού Οργάνου Επιθεώρησης και Ελέγχου, αναπληρούμενος από τον μετακλητό Ειδικό Γραμματέα του Σώματος Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης. Επομένως, η πρόωρη λήξη της θητείας του αιτούντος δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10 παρ. 2 και 11 παρ. 4 του Ν. 3260/2004 δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος πρέπει δε να απορριφθεί ως αβάσιμος ο αντίθετος λόγος ακυρώσεως, προβαλλόμενος με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων. Περαιτέρω, κατά τη γνώμη των Συμβούλων Γ. Παπαγεωργίου και Δ. Αλεξανδρή, στην οποία προσεχώρησε ο Πάρεδρος Κ. Πισπιρίγκος, εφ’ όσον ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης είναι ανώτατος διοικητικός υπάλληλος εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας, τούτο αρκεί για την υπαγωγή του στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 5 του Συντάγματος και του άρθρου 39 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα, που προβλέπουν την εξαίρεση από τη μονιμότητα στην περίπτωση αυτή, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό του ως μετακλητού ή όχι. Τέλος, κατά την γνώμη των Συμβούλων Μ. Γκορτζολίδου, Π. Καρλή και Ηρ. Τσακόπουλου, εφ΄ όσον ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, απολαμβάνει προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας (άρθρ. 1 παρ. 3 περ. δ΄ του Ν. 3074/2002), δεν υπόκειται, δηλαδή, στις εντολές και κατευθύνσεις ή τον πειθαρχικό έλεγχο άλλου ιεραρχικώς ανωτέρου διοικητικού ή κυβερνητικού οργάνου, έχει την ικανότητα να παρίσταται ενώπιον των δικαστηρίων δια των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όταν διώκεται ή ενάγεται για πράξη ή παράλειψη κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρο 1 παρ. 3 εδ. ε΄ Ν. 3074/2002), επιλέγει, προΐσταται, και κατευθύνει το προσωπικό του Γραφείου και της Γραμματείας του, που έχουν συσταθεί προς υποβοήθηση του έργου του, συγκροτεί και προεδρεύει του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου, αρμοδίου για τα θέματα υπηρεσιακής καταστάσεως του κάθε είδους προσωπικού του Γραφείου του (άρθρο 1 παρ. 6, 8 και 11 Ν. 3074/2002), ασκεί δε τις προεκτεθείσες αρμοδιότητες (διεξάγει ελέγχους δηλώσεων «πόθεν έσχες», τραπεζικών λογαριασμών, ελέγχους, επιθεωρήσεις και έρευνες στο Δημόσιο, τα ν.π.δ.δ., ο.τ.α. κρατικά ν.π.ι.δ. κ.ά.), δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοικήσεως τα στοιχεία της υπαλληλικής σχέσεως, κυρίως δε η άμεση υπηρεσιακή σχέση και οποιαδήποτε εξάρτηση, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, από άλλο ιεραρχικώς ανώτερο από αυτόν διοικητικό ή κυβερνητικό όργανο. Επομένως, ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοικήσεως δεν έχει, κατά την γνώμη αυτή, την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, μονίμου επί θητεία ή μετακλητού, αλλά αποτελεί ιδιαίτερη διοικητική αρχή, με δική της σφραγίδα και πρωτόκολλο, η οποία λειτουργεί εντός του πλαισίου της Διοικήσεως και υπό την ευθύνη της Κυβερνήσεως, εφόσον ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης διορίζεται κατόπιν προτάσεως του Υπουργού Εσωτερικών Δημόσιας Διοικήσεως και Αποκέντρωσης και επιλογής του από το Υπουργικό Συμβούλιο, παύεται δε πριν την λήξη της θητείας του κατόπιν προτάσεως του ως άνω Υπουργού για ανεπάρκεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Εφ΄ όσον δε από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 2 του Ν. 3260/2004 για την αυτοδίκαιη λήξη της θητείας των συλλογικών οργάνων και των οργάνων διοίκησης εξαιρούνται, μόνον, οι πρόεδροι και τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών του Ν. 3051/2002 (Α΄ 220), δηλαδή, των αρχών, των οποίων η συγκρότηση και η λειτουργία προβλέπεται στο Σύνταγμα (άρθρο 1 παρ.1 Ν. 3051/2002), ο Γενικός Επιθεωρητής Δημοσίας Διοικήσεως, ως ιδιαίτερη διοικητική αρχή, η οποία δεν προβλέπεται στο Σύνταγμα, δεν διέπεται από τον Ν. 3051/2002 και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ.2 του Ν. 3260/2002. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, η δυνάμει της εν λόγω διατάξεως πρόωρη λήξη της θητείας του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 103 παρ.4 του Συντάγματος ή σε κάποια άλλη συνταγματική διάταξη ή αρχή. Μειοψήφισαν ο Αντιπρόεδρος Γ. Σταυρόπουλος και οι Σύμβουλοι Α. Θεοφιλοπούλου, Ε. Δανδουλάκη, Ν. Μαρκουλάκης, Α. Σακελλαροπούλου, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Γ. Τσιμέκας και Α. Ντέμσιας, οι οποίοι υποστήριξαν την γνώμη ότι, από τις διατάξεις του Ν. 3074/2002 συνάγεται ότι ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης δεν είναι μετακλητός αλλά μόνιμος επί θητεία υπάλληλος. Τούτο συνάγεται, ειδικότερα, από την ιδιάζουσα φύση της θέσεώς του, την ειδική αποστολή και το περιεχόμενο των αρμοδιοτήτων του, οι οποίες έχουν ως σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης, την παρακολούθηση και αξιολόγηση του έργου των ελεγκτικών σωμάτων αυτής και τον εντοπισμό των φαινομένων διαφθοράς και κακοδιοίκησης, σε συνδυασμό ότι με τις διατάξεις αυτές α) ορίζεται ως προσόν διορισμού του ότι πρέπει να είναι πρόσωπο εγνωσμένου κύρους, που διαθέτει υψηλή επιστημονική κατάρτιση και απολαμβάνει ευρείας κοινωνικής αποδοχής, β) προβλέπεται πενταετής θητεία, γ) ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της θητείας αυτής δεν μπορεί να παυθεί παρά μόνο για ανεπάρκεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, καθώς και για ανικανότητα εκτέλεσης των καθηκόντων του, λόγω νόσου ή αναπηρίας, σωματικής ή πνευματικής και δ) ορίζεται ότι κατά την άσκηση των καθηκόντων του απολαύει προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Δεν αρκεί δε για το χαρακτηρισμό αυτού ως μετακλητού υπαλλήλου, ενόψει των προεκτεθέντων ότι δεν προβλέπεται από το νόμο δημόσια πρόσκληση για υποβολή υποψηφιοτήτων εκ μέρους των ενδιαφερομένων για την κατάληψη της θέσεως αυτής και ειδική διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφίων υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, ενώ ουδεμία, κατά τούτο, ασκεί επιρροή ή πρόβλεψη από το άρθρο 8 του Ν. 3074/2002 ότι του Συντονιστικού Οργάνου Επιθεώρησης και Ελέγχου προεδρεύει ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης και όχι ο Ειδικός Γραμματέας του Σώματος Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, ο οποίος μόνο συμμετέχει σ’ αυτό, δεδομένου ότι από τη ρύθμιση αυτή δεν συνάγεται σχέση προϊσταμένου προς υφιστάμενο κατά την άσκηση των εν γένει καθηκόντων των ως άνω υπαλλήλων. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2 και 11 παρ. 4 του Ν. 3260/2004 κατά την γνώμη αυτήν, αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος ως προς την πρόωρη λήξη της θητείας του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων και επομένως, το προσβαλλόμενο Π. Δ/μα, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 2 και 11 παρ. 4 του Ν. 3260/2004, θα έπρεπε να ακυρωθεί.
    13. Επειδή, στο άρθρο 29 παρ. 3 του Συντάγματος, όπως διαμορφώθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, μεταξύ των άλλων, στους υπαλλήλους του Δημοσίου, στο άρθρο 56 παρ. 1, όπως διαμορφώθηκε με την ίδια αναθεώρηση, ότι έμμισθοι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν βουλευτές, αν δεν παραιτηθούν πριν από την ανακήρυξή των ως υποψηφίων, στο άρθρο 57 παρ. 3 ότι βουλευτές που αποδέχονται οποιαδήποτε από τις ιδιότητες ή τα έργα που αναφέρονται σε αυτό ή στο προηγούμενο άρθρο και που χαρακτηρίζονται ότι αποτελούν κώλυμα για την υποψηφιότητα βουλευτή ή ότι είναι ασυμβίβαστα με το βουλευτικό αξίωμα, εκπίπτουν από το αξίωμα αυτό, ως και στο άρθρο 103 παρ. 1 ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το Λαό. Ο αιτών προβάλλει ότι οι εγγυήσεις που έχουν τεθεί από το νόμο υπέρ του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση της διαφάνειας, της αμεροληψίας και της συνέχειας της διοικητικής δράσεως και, για το λόγο αυτόν, οι σχετικές διατάξεις έχουν άμεσο έρεισμα στα άρθρα 29 παρ. 3, 56 παρ. 1, 57 παρ. 3 και 103 παρ. 1 του Συντάγματος, ως εκ τούτου δε οι διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2 και 11 παρ. 4 του Ν. 3260/2004, κατ’ εφαρμογή των οποίων έληξε προώρως η θητεία του, είναι αντίθετες στις εν λόγω συνταγματικές αρχές της διαφάνειας, της αμεροληψίας και της συνέχειας της διοικητικής δράσεως. Όμως, από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις, με τις οποίες κατοχυρώνεται η πολιτική ουδετερότητα των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, δεν συνάγεται ότι, βάσει αυτών, καθίσταται συνταγματικώς μη ανεκτή, ως αντικείμενη στις αρχές της διαφάνειας, της αμεροληψίας και της συνέχειας της διοικητικής δράσεως, η πρόωρη λήξη με νόμο της θητείας δημοσίων λειτουργών ή υπαλλήλων που δεν απολαύουν της μονιμότητας, κατά το άρθρο 103 παρ. 5 του Συντάγματος, ακόμη και αν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Επομένως, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος."

Με αυτό το σκεπτικό, το ΣτΕ έκρινε ότι δεν ήταν αντισυνταγματική με νόμο πρόωρη λήξη της θητείας του κ. Δαφέρμου και η τοποθέτηση του κ. Ρακιντζή στην θέση του ΓΕΔΔ. Η δική μου γνώμη ταυτίζεται εδώ με την άποψη της μειοψηφίας, ότι η λήξη της θητείας έπρεπε να γίνει μόνο για λόγους πλημμελούς εκτέλεσης καθηκόντων. Ωστόσο, ο κ. Ρακιντζής είχε διοριστεί επί 5ετία, η οποία έληξε το 2009. 

Έτσι, με την απόφαση 4646/2015, το Γ' Τμήμα του ΣτΕ, έκρινε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: 

"[...] κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες προβλέπουν συγκεκριμένη διαδικασία διορισμού του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και καθιερώνουν ρητώς πενταετή θητεία του, δεν είναι καταρχήν επιτρεπτή, μετά τη λήξη της θητείας του, η συνέχιση της αρμοδιότητάς του να ασκεί προσφυγές, ιδίως, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τελεσιδίκων αποφάσεων πειθαρχικών συμβουλίων. Και είναι μεν ανεκτή η άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας από Γενικό Επιθεωρητή του οποίου έληξε η θητεία, μόνον, όμως, εφόσον συντρέχουν συνθήκες όλως εξαιρετικές, οι οποίες καθιστούν αδύνατη την έγκαιρη επιλογή νέου Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης από το Υπουργικό Συμβούλιο, και πάντως όχι πέραν ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος, το οποίο κρίνεται κατά τις εκάστοτε συντρέχουσες περιστάσεις. Διαφορετική ερμηνεία των προεκτεθεισών διατάξεων, η οποία θα επέτρεπε τη χωρίς χρονικό περιορισμό συνέχιση της άσκησης προσφυγών από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης μετά τη λήξη της θητείας του, δεν μπορεί να εύρει έρεισμα στην αρχή της συνέχειας των δημοσίων υπηρεσιών, δεδομένου ότι η επίμαχη αρμοδιότητα του εν λόγω Επιθεωρητή ανάγεται στον εσωτερικό έλεγχο της Δημόσιας Διοίκησης, αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και δεν αφορά στην παροχή υπηρεσιών προς πολίτες ή στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την ανάγκη στενής ερμηνείας των ανωτέρω διατάξεων, ενόψει του ότι η άσκηση της δι’ αυτών καθιδρυόμενης αρμοδιότητας του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να οδηγήσει, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 6, στη χειροτέρευση της θέσης του πειθαρχικώς διωκομένου. Μειοψήφησε ο Πάρεδρος Παναγιώτης Τσούκας, ο οποίος υποστήριξε την ακόλουθη γνώμη: Η καθίδρυση του θεσμού τού Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης (Γ.Ε.Δ.Δ.) «εντάσσεται σε μια ευρύτερη προσπάθεια [του Έλληνα νομοθέτη] για την αναμόρφωση και αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης. Μια διοίκηση που οφείλει να κατοχυρώνει διαφανείς λειτουργίες, να διασφαλίζει τη χρηστή διαχείριση σε όλο το εύρος της και να θέτει υπό διαρκή έλεγχο, εσωτερικό και εξωτερικό, τις διαδικασίες και τα αποτελέσματά της» (βλ. εισηγητική έκθεση επί του σχεδίου του μετέπειτα Ν. 3074/2002, σελ. 1). Η ανάληψη της νομοθετικής αυτής προσπάθειας, η οποία ήγαγε στην ψήφιση κατ’ αρχάς του Ν. 3074/2002 και κατόπιν σε σειρά άλλων νόμων, ερείδεται στην εκτίμηση του νομοθέτη ότι «[...] η διαφάνεια είναι η πρώτη προϋπόθεση για ένα δίκαιο, αξιόπιστο και αποτελεσματικό κράτος, για ένα κράτος που μπορεί [...] να κατοχυρώνει την αξιοκρατία και την ισοπολιτεία», και ότι «η καταπολέμηση των φαινομένων διαφθοράς αποτελεί επείγουσα προτεραιότητα», δοθέντος ότι, κατά παραδοχή τού νομοθέτη, και πάλι, «[...] στη χώρα μας φαινόμενα διαφθοράς, κακοδιοίκησης, αδιαφανών διαδικασιών, αναποτελεσματικότητας, χαμηλής παραγωγικότητας και ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών έρχονται κατά καιρούς στο προσκήνιο, απασχολούν τη δημόσια ζωή και προβληματίζουν την κοινή γνώμη που τα αντιμετωπίζει με δικαιολογημένη ευαισθησία και αξίωση να καταπολεμηθούν» (βλ. την προμνησθείσα εισηγητική έκθεση, σελ. 1). Η διαπίστωση αυτή και οι προεκτεθείσες αξιολογικές εκτιμήσεις τού νομοθέτη ελαύνονται αφ’ ενός από την πεποίθηση ότι η διαφθορά στη δημόσια Διοίκηση και τους κατ’ άρθρον 1 παρ. 2 περ. δ’ του Ν. 3074/2002 «φορείς» υπονομεύει καίρια τις λειτουργίες τού κράτους, το οποίο οφείλει, κατά το Σύνταγμα (αρ. 25 παρ. 1), να είναι κοινωνικό κράτος δικαίου [σε ό,τι μεν αφορά την κατοχύρωση του κράτους δικαίου στο Σύνταγμα βλ. και τις διατάξεις των άρθρων του 20 (§§ 1,2), 26, 87 (§2), 93 (§4) και 95 (§1) καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 4-25 που κατοχυρώνουν την ισότητα ενώπιον του νόμου και βασικές μορφές ελευθερίας, σε ό,τι δε αφορά τη κατοχύρωση του κοινωνικού κράτους στο Σύνταγμα βλ. και τις διατάξεις των άρθρων του 17 (§§1,2), 18, 21, 22, 24, 25 και 106 (§§ 2,3)], και αφ’ ετέρου από την πεποίθηση ότι η διαφθορά αναιρεί τον πλέον θεμελιώδη όρο της πολιτισμένης κοινωνικής διαβίωσης και αντιμάχεται την, εξ ίσου θεμελιώδη, προϋπόθεση της οικονομικής προόδου της χώρας, ήτοι την εμπιστοσύνη στους θεσμούς τού κράτους, μεταξύ των οποίων τα όργανα της δημοσίας Διοικήσεως και των κατ’ άρθρον 1 παρ. 2 περ. δ’ του Ν. 3074/2002 «φορέων». Εξ άλλου, η δυνατότητα που με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 5 του Ν. 3613/2007 παρεσχέθη στον Γ.Ε.Δ.Δ. να ασκεί πειθαρχικού χαρακτήρα προσφυγές ως η ήδη κρινομένη ανάγεται, επίσης, στον μείζονα σκοπό, για τον οποίο καθιδρύθηκε ο θεσμός του Γ.Ε.Δ.Δ. Και μπορεί μεν η διασύνδεση του θεσμού του Γ.Ε.Δ.Δ. με την έναντι της διαφθοράς και της κακοδιοίκησης διασφάλιση της κατά το Σύνταγμα λειτουργίας του κράτους ως κοινωνικού κράτους δικαίου να μη σημαίνει την ανύψωσή του σε συνταγματική περιωπή, σημαίνει, όμως, ότι ειδικώς οι αρμοδιότητές του που αποβλέπουν κατά νόμον στην πάταξη της διαφθοράς και της οφειλόμενης στη διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων κακοδιοικήσεως ασκούνται παραδεκτώς από τον Γ.Ε.Δ.Δ. μετά τη λήξη της θητείας του και για όσο χρόνο δεν εχώρησε ανανέωση αυτής ή ο διορισμός νέου. Και τούτο διότι η παραδοχή τού απαραδέκτου θα ήγαγε στη λύση τής συνέχειας δημόσιας Υπηρεσίας, η οποία λειτουργεί προκειμένου να αντιμετωπισθεί η διαφθορά και η οφειλόμενη στη διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων κακοδιοίκηση, και να διασφαλισθεί έναντι αυτών των παθολογικών κοινωνικών φαινομένων η κατά το Σύνταγμα λειτουργία τής δημόσιας Διοίκησης και των κατ’ άρθρον 1§2 περ. δ’ του Ν. 3074/2002 «φορέων» όπως το Σύνταγμα επιτάσσει, ήτοι σύμφωνα με τις συνταγματικώς αναγνωρισμένες αρχές του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους. Συνεπώς, εν προκειμένω, η κρινομένη προσφυγή του Γ.Ε.Δ.Δ. … έχει ασκηθεί παραδεκτώς, καίτοι το δικόγραφό της κατετέθη στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 17.10.2012, ήτοι μετά τη λήξη της θητείας του στις 14.9.2009.
    9. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο …, ο οποίος υπογράφει την κρινόμενη προσφυγή, διορίσθηκε στη θέση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης με το από 10.9.2004 Προεδρικό Διάταγμα (Γ΄ 239/14.9.2004) και η θητεία του έληξε στις 14.9.2009, ενώ η κρινόμενη προσφυγή κατατέθηκε στο Συμβούλιο Επικρατείας στις 17.10.2011. Περαιτέρω, ούτε η Διοίκηση επικαλείται τη συνδρομή όλως εξαιρετικών συνθηκών οι οποίες κατέστησαν αδύνατη την έγκαιρη επιλογή του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης στο διάστημα των είκοσι πέντε μηνών που μεσολάβησε μεταξύ της λήξης της θητείας του προαναφερόμενου Γενικού Επιθεωρητή και της άσκησης της κρινόμενης προσφυγής. Εξ άλλου, η προαναφερόμενη διαδικασία επιλογής του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ουδόλως προσκρούει σε δυσχέρειες ανάλογες με εκείνες της επιλογής των μελών των ανεξάρτητων Αρχών που προβλέπονται στο Σύνταγμα (ομόφωνη απόφαση ή απόφαση λαμβανόμενη με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 101 Α παρ. 2 του Συντάγματος, πρβλ. ΣΕ 3515/2013 Ολομ.). Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη προσφυγή ασκήθηκε αναρμοδίως και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Κατά τη γνώμη, όμως, του Παρέδρου Παναγιώτη Τσούκα η υπό κρίση προσφυγή ασκείται παραδεκτώς και ως εκ τούτου είναι κατ’ ουσίαν εξεταστέα. Λόγω όμως της σπουδαιότητας του ανακύπτοντος ζητήματος, το Τμήμα κρίνει ότι το ζήτημα αυτό πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 στοιχ. α’ του π.δ/τος 18/89, να παραπεμφθεί προς επίλυση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Εισηγητής ορίζεται η Σύμβουλος Βασιλική Αναγνωστοπούλου-Σαρρή."




Δεν υπάρχουν σχόλια:

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...