Πέμπτη, Ιουνίου 27, 2013

Δύο δικαστικές κρίσεις για την ελεύθερη τοποθέτηση link σε τρίτα sites

Πριν από αρκετούς μήνες είχαν δημοσιοποιηθεί οι νομικές επιθέσεις συλλογικών φορέων διαχείρισης ή / και προστασίας πνευματικής ιδιοκτησίας εναντίον ιστοσελίδων - ευρετηρίων που περιέχουν links προς τρίτες ιστοσελίδες. Μέχρι τότε υπήρχε μόνο η απόφαση 965/2010 του μονομελούς πλημμελειοδικείου Κιλκίς, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αναγνώρισε ότι η τοποθέτηση link προς τρίτες ιστοσελίδες που περιέχουν αναρτημένα video δεν αποτελεί παραβίαση πνευματικής ιδιοκτησίας. Aπό τότε μέχρι σήμερα υπάρχουν δύο σημαντικές εξελίξεις σε σχέση με την παραπάνω κρίση. 

Ύστερα από μήνυση φορέα σε αντίστοιχη ιστοσελίδα - ευρετήριο links, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ξάνθης εξέδωσε στις 5.3.2013 ένα βούλευμα, το οποίο μεταξύ άλλων αναφέρει ότι "οι σύνδεσμοι από μία σε άλλη ιστοσελίδα λειτουργούν ως παραπομπές στο χώρο του διαδικτύου και έκαστος κάτοχος ιστοσελίδας είναι υπεύθυνος για το περιεχόμενο και τον τρόπο λειτουργίας της δικής του ιστοσελίδας και όχι αυτών, στις οποίες παραπέμπει με την βοήθεια συνδέσμων (TρΠλημΚιλκίς 965/2010, ΝΟΜΟΣ). Ο κάτοχος της παραπέμπουσας σελίδας, κατά τεκμήριο δεν γνωρίζει, εάν για την προβολή και τη με οποιοδήποτε άλλον τρόπο αναπαραγωγή των οπτικοακουστικών έργων από την προς ην η παραπομπή ιστοσελίδα έχουν καταβληθεί δικαιώματα στις εταιρίες που δικαιούνται να εκμεταλλεύονται τα έργα αυτά ούτε εάν έχει χορηγηθεί νομίμως η άδεια προβολής και αναπαραγωγής τους. Επομένως, δεν ευθύνεται ποινικά κατ' άρθρο 66 παρ. 1,3 ν.2121/1993, εάν ο κάτοχος της προς ην η παραπομπή ιστοσελίδας παρανόμως καθιστά προσβάσιμα ορισμένα οπτικοακουστικά έργα."

Μια ακόμη πιο πρόσφατη εξέλιξη σε αυτή την κατεύθυνση αφορά την έφεση που ασκήθηκε από την εισαγγελία κατά της πιο πάνω απόφασης 965/2010 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κιλκίς. Η έφεση δικάστηκε στις 25.6.2013 στο Εφετείο Θεσσαλονίκης και απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Επομένως, προς το παρόν σχετικά με την ποινική μεταχείριση των ιστοσελίδων - ευρετηρίων που περιέχουν links προς τρίτες ιστοσελίδες εξακολουθεί να ισχύει το σκεπτικό των αποφάσεων 965/2010 και του βουλεύματος της 5.3.2013 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικείου Κιλκίς.

 Πρόκειται για μια νομική θεώρηση που σαφώς ακολουθεί την λογική της ελεύθερης παραπομπής στην οποία έχει οικοδομηθεί όχι μόνο το Διαδίκτυο, αλλά και το σύνολο της πνευματικής παραγωγής που λαμβάνει υπόψη της προηγούμενα έργα στα οποία ουδέποτε απαγορεύθηκε η απλή παραπομπή. 

Σάββατο, Ιουνίου 22, 2013

H απόφαση της Επιτροπής Αναστολών ΣτΕ για την ΕΡΤ

Στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας αναρτήθηκε η απόφαση 236/2013 της Επιτροπής Αναστολών για την ΕΡΤ, επί της αίτησης αναστολής εκτέλεσης που υπέβαλε η ΠΟΣΠΕΡΤ και ο πρόεδρός της. 

Το πρώτο νομικώς ενδιαφέρον είναι ότι η Επιτροπή Αναστολών, μολονότι αναγνωρίζει ότι οι συμβάσεις της ΕΡΤ με το προσωπικό της είναι ιδιωτικού δικαίου (άρα επ' αυτών αρμόδια θα ήταν τα δικαστήρια των ιδιωτικών διαφορών και όχι το ΣτΕ που αποτελεί ανώτατο διοικητικό δικαστήριο), λόγω της φύσης της προσβαλλόμενης Κ.Υ.Α. ως κανονιστικής διοικητικής πράξης, "συντρέχουν αμφιβολίες ως προς την έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί ως προς το σκέλος τούτο."  Το γεγονός δηλαδή ότι η κατάργηση συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου περιλαμβάνεται σε μια κανονιστική διοικητική πράξη είναι καθοριστικό για την Επιτροπή Αναστολών, ώστε να μην αποφύγει την δικαστική κρίση και ως προς τις εργασιακές σχέσεις. Εντός παρενθέσεως, η Επιτροπή Αναστολών παραπέμπει και σε παλαιότερη απόφασή της του 2008. 

Το δεύτερο νομικώς ενδιαφέρον είναι ότι ο πρόεδρος της ΠΟΣΠΕΡΤ υποβάλλει την αίτηση ακύρωσης όχι μόνο με την ιδιότητά του αυτή (για την οποία θα αρκούσε η υποβολή από την ίδια την ΠΟΣΠΕΡΤ), αλλά και ως μόνιμος υπάλληλος της ΕΡΤ-ΑΕ καθώς και με την ιδιότητα του "θεατή του τηλεοπτικού προγράμματος των σταθμών της ΕΡΤ - ΑΕ, καθώς και του ακροατή του ραδιοφωνικού προγράμματος αυτής". Η απόφαση αναφέρει ότι οι προσφεύγοντες "με τις ιδιότητές τους αυτές με έννομο συμφέρον ασκούν την αίτηση". Είναι αξιοσημείωτο ότι η Επιτροπή Αναστολών δεν περιόρισε το έννομο συμφέρον στην ιδιότητα της συνδικαλιστικής οργάνωσης ή του μονίμου υπαλλήλου, αλλά αποδέχθηκε και την ιδιότητα του τηλεθεατή και του ακροατή ως επαρκείς ιδιότητες που στοιχειοθετούν έννομο συμφέρον! Αυτό σημαίνει ότι κάθε τηλεθεατής και ακροατής, εκ της ιδιότητάς του αυτής, έχει έννομο συμφέρον να διεκδικήσει δικαστικά την αναστολή κανονιστικών πράξεων που αφορούν την δημόσια ραδιοτηλεόραση.

Το τρίτο και σημαντικότερο στοιχείο, είναι η δικαστική αντιμετώπιση των νομικών παραβάσεων που επικαλούνται οι ΠΟΣΠΕΡΤ και ο πρόεδρός της. Σύμφωνα με την αίτηση αναστολής, η διακοπή λειτουργίας της ΕΡΤ αντιβαίνει - μεταξύ άλλων- στο άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι "επιβάλλει την απρόσκοπτη λειτουργία δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα". Αυτή την προσέγγιση φαίνεται ότι ακολουθεί και η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το συγκεκριμένο απόσπασμα της απόφασης αναφέρει: 

"Περαιτέρω, με το μέρος της προσβαλλόμενης, με το οποίο επιβάλλεται διακοπή της μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και της λειτουργία διαδικτυακών ιστότοπων της ΕΡΤ Α.Ε., καθώς και ορίζεται ότι καθίστανται ανενεργές οι συχνότητες που ανήκαν στην ΕΡΤ Α.Ε., προκαλείται ανεπανόρθωτη βλάβη, διότι παύει, έστω και προσωρινά, να παρέχεται η, υπό λειτουργική έννοια, δημόσια υπηρεσία της μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και σχετικών διαδικτυακών υπηρεσιών. Ενόψει του ιδιαίτερου ρόλου που επιφυλάσσει ο νομοθέτης στην δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση και των σκοπών δημοσίου συμφέροντος που θάλπονται από το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, επιβάλλεται, για το αντικείμενο αυτό, η τήρηση της αρχής της συνεχούς λειτουργίας που διέπει και τη Δημόσια Διοίκηση, ώστε να διασφαλίζεται η συνεχής παροχή των ανωτέρω υπηρεσιών. Συντρέχουν, συνεπώς, λόγοι δημοσίου συμφέροντος, συναπτόμενοι με την ομαλή λειτουργία της ανωτέρω δημόσιας υπηρεσίας, που επιβάλλουν την κατ’ αρχήν συνέχιση της παροχής ραδιοτηλεοπτικών και διαδικτυακών υπηρεσιών μέχρι την ίδρυση και λειτουργία του κατά τα ανωτέρω νέου φορέα."

Σε αυτό το σημείο,  έχουμε τη αναγόρευση της "αρχής της συνεχούς λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης" σε κανόνα που υπέρκειται των κοινών κανονιστικών διατάξεων. Το ενδιαφέρον είναι ότι η Επιτροπή Αναστολών αναφέρεται στο "λειτουργικό κριτήριο", δηλαδή επεκτείνει την αρχή της συνεχούς λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης και σε μια κρατική Α.Ε., που αποτελεί μέρος του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Είχα εκτιμήσει (εδώ) ότι αυτή ήταν η πραγματική δικανική σκέψη και στην φάση της έκδοσης της προσωρινής διαταγής κι όχι βέβαια η αντίθεση στον Ν.1730/1987 όπως ανέφερε ο κ. Πρόεδρος.  Καθώς η "συνταγματοποίηση" της αρχής της συνεχούς λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να έχει ευρύτερες επιπτώσεις στην επανεξέταση της λειτουργίας δημόσιων φορέων,  αξίζει να εξετάσουμε την θεμελίωσή της από την απόφαση αυτή. Σύμφωνα με την Επιτροπή Αναστολών, η αυξημένη ισχύς της αρχής της συνεχούς λειτουργίας οφείλεται στον "ιδιαίτερο ρόλο που επιφυλάσσει ο νομοθέτης στην δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση" σε συνδυασμό και με τους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος "που θάλπονται από το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος". Δηλαδή το ΣτΕ αναζητά την έδραση της αρχής σε κανόνες τόσο του κοινού όσο και του συνταγματικού δικαίου. Δεν θα αρκούσαν εξάλλου μόνο κανόνες του κοινού δικαίου για την θεμελίωση μιας αρχής με τέτοια καταργητική κανονιστική ισχύ. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος αναφέρεται στον άμεσο έλεγχο του κράτους που ασκείται στην ραδιοτηλεόραση από το Ε.Σ.Ρ. καθώς και στα κριτήρια αυτού του ελέγχου:

"2. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. O έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. O άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας.
Νόμος ορίζει τα σχετικά με την υποχρεωτική και δωρεάν μετάδοση των εργασιών της Βουλής και των επιτροπών της, καθώς και προεκλογικών μηνυμάτων των κομμάτων από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα."

Η αυτονόμηση των "σκοπών του άμεσου ελέγχου του κράτους"  και η αναγωγή τους σε αυτοτελείς κανόνες από τους οποίους απορρέει και η υποχρέωση διαρκούς λειτουργίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης - ενώ η διάταξη δεν διακρίνει ανάμεσα σε ιδιωτικά και δημόσια μ.μ.ε.- φαίνεται σαν λήψη του ζητουμένου: ο έλεγχος επιβάλλεται επειδή υπάρχει η ραδιοτηλεόραση, δεν επιβάλλει ο ίδιος την ύπαρξή της. Το άρθρο 15 παρ. 2 αναφέρεται στον έλεγχο του κράτους επί της ραδιοτηλεόρασης, δεν αναφέρει ότι το κράτος οφείλει να παρέχει ραδιοτηλεοπτικό προϊόν. Είναι άλλο ο έλεγχος να έχει σκοπό την αντικειμενικότητα και την εξασφάλιση της ποιότητας και είναι άλλο να παρέχει ο ελεγκτής την αντικειμενική ενημέρωση. Σαφέστατα πρόκειται για μια απόφαση της Επιτροπής Αναστολών που δεν επιβάλλεται να παρέχει την πλήρη αιτιολογία που θα είχε μια απόφαση της Ολομέλειας επί της αίτησης ακύρωση, η οποία απόφαση αν συνεχίσει να κινείται στην κατεύθυνση αυτού του διατακτικού, θα πρέπει να στοιχειοθετήσει με πιο στέρεα θεμελίωση την αρχή της συνεχούς λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και ιδίως την εφαρμογή της στην περίπτωση της ΕΡΤ.

Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και  η ακροτελεύτια πρόταση του σκεπτικού της απόφασης της Επιτροπής Αναστολών: 

 Η Επιτροπή επιφυλάσσεται να επανέλθει αυτεπαγγέλτως εντός ευλόγου χρόνου για να διαπιστώσει αν έλαβε χώρα συμμόρφωση προς τα ανωτέρω κριθέντα.

 Με αυτή την σκέψη, η Επιτροπή Αναστολών αναφέρεται στην μέριμνα που σκοπεύει να επιδείξει ως προς την εφαρμογή της απόφασής της. 

Τετάρτη, Ιουνίου 19, 2013

Tα Σημεία Εξυπηρέτησης Δημότη και η διαβούλευση μαζί του

Σήμερα ο Δήμος Αθηναίων με μια τελετή που έλαβε χώρα σ' ένα εμβληματικό τοπόσημο της πόλης, την Δημοτική Αγορά Κυψέλης, έθεσε σε λειτουργία μια σημαντική αυτο-διοικητική καινοτομία. Πρόκειται για τα Σημεία Εξυπηρέτησης Δημότη, δηλαδή κέντρα παροχής δημοτικών υπηρεσιών  που μέχρι σήμερα προσφέρονταν από διαφορετικές διευθύνσεις, τμήματα και γραφεία του Δήμου. Αξιοποιώντας τις δυνατότητες που παρέχει η τεχνολογία, οι τυποποιημένες συναλλαγές με τον Δήμο συγκεντρώνονται σε κάθε Σ.Ε.Δ., ενώ ταυτόχρονα "αποκεντρώνονται" σε καθεμιά από τις επτά Δημοτικές Κοινότητες της πόλης. Με αυτόν τον τρόπο, οι ενδιαφερόμενοι δεν χρειάζεται να περιφέρονται από υπηρεσία σε υπηρεσία, καθώς για 154 δημοτικές συναλλαγές θα μπορούν να εξυπηρετηθούν από τα Σ.Ε.Δ. (δείτε ποιες εδώ κι εδώ). 

Πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα αποκέντρωσης και βελτίωσης του επιπέδου διαφάνειας των δημοτικών υπηρεσιών, καθώς η ηλεκτρονική διακυβέρνηση παρέχει τα εχέγγυα της απροσωπόληπτης επεξεργασίας των αιτημάτων των πολιτών. Τα Σ.Ε.Δ. συνδυάζουν λοιπόν την εμπειρία των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών (που υποστηρίζουν αποκεντρωμένα τις συναλλαγές των πολιτών με το Κράτος, έργο του Σταύρου Μπένου), αλλά και την κουλτούρα της ενδοδημοτικής αποκέντρωσης που ξεκίνησε από τον Δήμο Αθηναίων στις αρχές του 1980. Τότε, επί δημαρχίας Δημήτρη Μπέη αποφασίστηκε η διαίρεση της Αθήνας σε επτά δημοτικά διαμερίσματα, ένα επιστημονικό έργο που ανέλαβε και διεκπεραίωσε ο πολεοδόμος - χωροτάκτης Αλέκος Πανταζής, συνεργάτης του Αντώνη Τρίτση. Η λειτουργία των διαμερισμάτων, έδωσε τότε νέα ανάταση σε ξεχασμένες γειτονιές του Δήμου που απέκτησαν δεκαπενταμελή διαμερισματικά συμβούλια που ασκούσαν τοπικές αρμοδιότητες. Με τον "Καλλικράτη"  καταγράφηκε η πρόθεση θεσμικής αναβάθμισης των Δημοτικών Κοινοτήτων, ενώ στη συνέχεια, με αμφιλεγόμενες νομοθετικές παρεμβάσεις  ο ρόλος τους φαίνεται να υπονομεύεται σοβαρά. Ο Δήμος Αθηναίων στρατηγικά τοποθέτησε τα Σ.Ε.Δ. στα καταστήματα των επτά Δημοτικών Κοινοτήτων, ώστε να επανέλθουν οι δημότισσες και οι δημότες στα τοπικά κέντρα αυτοδιοίκησης, αποσυμφορίζοντας κεντρικές υπηρεσίες που δέχονται κοινό σε συνθήκες πολλές φορές εντελώς ακατάλληλες, με "ουρές" όπου ο κόσμος αναμένει για πολλές ώρες (όπως στην "Πρόνοια" της οδού Αλεξάνδρας) και με αναπόφευκτες προστριβές που διαταράσσουν τις σχέσεις των πολιτών με τους εργαζόμενους και την δημοτική διοίκηση. 

Στην 6η Δημοτική Κοινότητα, το Σημείο Εξυπηρέτησης Δημότη δεν τοποθετήθηκε στο κατάστημα που εδρεύει το Συμβούλιο, αλλά σε ένα από τα καταστήματα της Δημοτικής Αγοράς Κυψέλης. Μαζί με αυτό, δημιουργήθηκε σε άλλο κατάστημα της Αγοράς κι ένα Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών. Με αυτόν τον τρόπο ξεκινάει η διευθέτηση μιας εκκρεμότητας που ξεκίνησε από τον Αύγουστο του 2012,  όσον αφορά την Δημοτική Αγορά Κυψέλης. Ο Δήμαρχος Αθηναίων κ. Γιώργος Καμίνης στην ομιλια του απόψε ζήτησε από τους πολίτες να καταθέσουν τις προτάσεις τους για την τύχη των υπόλοιπων καταστημάτων της Δημοτικής Αγοράς Κυψέλης, ώστε να γίνει μια "διαβούλευση" για το θέμα. Όρισε μάλιστα ένα συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα (15 ημερών, αν δεν κάνω λάθος), μέσα στον οποίο οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να στείλουν μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, twitter κλπ. 

Εδώ όμως, παράλληλα προς την  ευφορία της νέας αρχής των Σ.Ε.Δ. και της μερικής επαναλειτουργίας της Δημοτικής Αγοράς Κυψέλης, αρχίζουν ορισμένες κριτικές παρατηρήσεις. Δεν είναι η πρώτη φορά που Δήμος Αθηναίων εξαγγέλλει "διαβούλευση" για την τύχη του νεότερου μνημείου. Το ίδιο είχε γίνει και μετά την επιχείρηση επανάκτησης του χώρου από την δημοτική αρχή τον Αύγουστο του 2012. Ορίστηκαν συλλογικότητες και φορείς για να καταθέσουν τις προτάσεις τους, κατέθεσαν προτάσεις, ακολούθησε μια άτυπη κωδικοποίηση που η ακρίβειά της αμφισβητήθηκε από κάποιες πλευρές συμμετεχόντων, ενώ τα αποτελέσματα ουδέποτε δημοσιοποιήθηκαν από τον Δήμο. Όπως είχα επισημάνει ως Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης με την σχετική ειδική πρόταση προς τον Δήμαρχο, τα αποτελέσματα εκείνης της διαβούλευσης έπρεπε να είχαν δημοσιευθεί για λόγους διαφάνειας. 

Όσο κι αν είναι θετικό να κηρύσσει περιόδους υποδοχής προτάσεων ο Δήμος, ή να ιδρύει ιστοσελίδες για διαδικτυακή διαβούλευση, οι κινήσεις αυτές θα αποτελούν πάντα χειρονομίες καλής θελήσεως, στο πλαίσιο του υφιστάμενου συνταγματικού δικαιώματος του πολίτη να αναφέρεται στις αρχές. Αλλά, μέχρι εκεί. Το άρθρο 76 του "Καλλικράτη" προβλέπει ότι σε δήμους άνω των 10.000 κατοίκων συγκροτείται Δημοτική Επιτροπή Διαβούλευσης, η οποία στελεχώνεται με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου με 25 έως 50 μέλη που εκπροσωπούν τοπικούς, επιστημονικούς, εθελοντικούς φορείς και άλλες συλλογικότητες, αλλά και μεμονωμένους δημότες. Η διατύπωση γνώμης από την Δημοτική Επιτροπή Διαβούλευσης δεν αποκλείει την ηλεκτρονική διαβούλευση με τους πολίτες, αναφέρει ο Καλλικράτης. Το άρθρο 76 προβλέπει έναν συγκεκριμένο δημοτικό θεσμό, με αυξημένη νομιμοποίηση από το Δημοτικό Συμβούλιο (επιλογή προσώπων με πλειοψηφία 2/3), λειτουργούντος υπό την προεδρία του Δημάρχου ή Αντιδημάρχου και με βάση προκαθορισμένη διαδικασία. Όλα αυτά αποτελούν εγγυήσεις για την διοργάνωση μιας θεσμικής δημοτικής διαβούλευσης, ώστε το αποτέλεσμά της να μην μπορεί εύκολα να παραβλεφθεί, αλλά και που ως διαδικασία δεν θα αμφισβητηθεί με την ευκολία που αυτό θα γινόταν για μια άτυπη διαβούλευση. 

Ένας Δήμος που πρωτοπορεί και δημιουργεί νέους θεσμούς, όπως τα δημοτικά διαμερίσματα πριν 30 χρόνια και τα Σ.Ε.Δ. σήμερα, πρέπει να διαθέτει όλα τα θεσμικά όργανα που προβλέπει ο "Καλλικράτης", δηλαδή η κείμενη νομοθεσία. Η απόφαση για το μέλλον της Δημοτικής Αγοράς Κυψέλης είναι χρήσιμο να έχει λάβει υπόψη και την γνωμοδότηση της Δημοτικής Επιτροπής Διαβούλευσης του Δήμου Αθηναίων. 


Τρίτη, Ιουνίου 18, 2013

H "αυθεντική" ερμηνεία της προσωρινής διαταγής του ΣτΕ

Ένα από τα στοιχεία εκφυλισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τα τελευταία έτη είναι ότι δεν έχει καταφέρει να διαφυλάξει την μυστικότητα των διασκέψεων των μελών του. Πολύ συχνά, σε πολύκροτες υποθέσεις, το "αποτέλεσμα της διάσκεψης", δηλαδή το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι δικαστές πριν καν συντάξουν και υπογράψουν το σχέδιο της δικαστικής απόφασης, καθίσταται αντικείμενο "διαρροής" προς τα μέσα ενημέρωσης, με τραγελαφικές συνέπειες, όπως προ μηνών η παρέμβαση υφυπουργού για την αναστολή εφαρμογής νόμου που εφέρετο ότι είχε κηρυχθεί αντισυνταγματικός από τη "διάσκεψη". 

Από χθες σημειώνεται άλλη μια πρωτοφανής παρατυπία που αποδίδεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας, χωρίς βέβαια να έχει επιβεβαιωθεί η διαψευσθεί: η "ερμηνεία" της προσωρινής διαταγής του Προέδρου του. Πριν από λίγο ρώτησα έναν δημοσιογράφο την προέλευση ή έστω την πρώτη δημοσίευση αυτών των "ερμηνειών", για να μου υποδειχθεί το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Update: 18.6.13, 23:23, o Πρόεδρος του ΣτΕ διαψεύδει ότι προέρχονται από τον ίδιο οι διευκρινίσεις, σύμφωνα με ανάρτηση στην ιστοσελίδα της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ.

Η ερμηνεία που διευκολύνει την ορθή εφαρμογή μιας προσωρινής διαταγής ακούγεται κατ΄αρχήν μια ευγενική χειρονομία από μια κλειστή και απροσπέλαστη κρατική λειτουργία όπως η Δικαιοσύνη. Ποιός θα ήταν αρμοδιότερος να εξηγήσει στους αποδέκτες της προσωρινής διαταγής το αληθές νόημά της, τις περαιτέρω επιπτώσεις της στη γενικότερη υπόθεση και την πρακτική δυνατότητα εφαρμογής της, από τον ίδιο τον συντάκτη της; Οι διευκρινίσεις αυτές λοιπόν χαιρετίζονται ως θετικές ενέργειες που καταλύουν το αόρατο τοίχος που διαχωρίζει την εξουσία από τον λαό και ενισχύουν την διαφάνεια και την λογοδοσία μιας δικαιοσύνης που ανταποκρίνεται στις επικρίσεις για το δυσνόητο ενός προϊόντος της και σπεύδει να επανορθώσει. 

Μόνο που οι συγκεκριμένες διευκρινίσεις, σε ένα βαθμό, θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται στο ίδιο το κείμενο της προσωρινής διαταγής. Σε χρόνο δηλαδή προγενέστερο των προσπαθειών να ερμηνευθεί η προσωρινή διαταγή και ως προς τις πτυχές της που αφορούν τα εργασιακά δικαιώματα και την ισχύ ή μη των συμβάσεων των εργαζομένων. Η διάταξη που αναφέρεται στην συνέχιση της μετάδοσης των εκπομπών και η προσπάθει να ερμηνευθεί ως έμμεση ακύρωση των απολύσεων αποτέλεσε αφορμή για να επέμβει και πάλι το Συμβούλιο της Επικρατείας και να "διευκρινίσει" ότι "δεν είναι αυτο που νομίζουμε". Υπενθυμίζοντας ότι δεν υπάρχει κάποια απόλυτη προϋπόθεση της προσωρινής ακύρωσης των απολύσεων για να εξακολουθήσει η  μετάδοση του σχήματος και ότι είναι έργο της Διοίκησης, δηλ. των υπουργών και της κυβέρνησης, να αποφασίσουν με ποιο πλαίσιο εργασιακής σχέσης θα απασχοληθούν οι εργαζόμενοι στη μεταβατική περίοδο εξακολούθησης της λειτουργίας της ΕΡΤ. 

Πέρα όμως από αυτές τις "διευκρινίσεις", στο ΣτΕ αποδίδονται και προτάσεις υλοποίησης της απόφασης με συγκεκριμένες διοικητικές πρακτικές, όπως ο διορισμός Διαχειριστή κλπ! Αυτού του είδους οι συμβουλές δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο δικαστικής κρίσης, αλλά ούτε και ερμηνείας, έστω άτυπης, από τους ίδιους τους δικαστές. Αν η κυβέρνηση επιλέξει να αναστείλει προσωρινά την απόλυση όλων των εργαζομένων, με σχετική τροποποίηση της επίμαχης Κ.Υ.Α., έχει κάθε δικαίωμα κι εξουσία να το πράξει. Η εμβάπτιση όμως της μίας ή της άλλης πολιτικής επιλογής στην κολυμβήθρα της "αυθεντικής ερμηνείας" της προσωρινής διαταγής αποτελεί ενέργεια που προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες για την διάκριση των λειτουργιών, αν όντως προέρχονται από το ΣτΕ. 

Η δικαστική ερμηνεία δικαστικής απόφασης σε περιπτώσεις που υπάρχουν αμφιβολίες για κεφάλαιά της και το νόημά της αποτελεί θεσμοθετημένη διαδικασία που κινείται με πρωτοβουλία των διαδίκων ή τρίτων που μπορεί να έχουν έννομο συμφέρον από αυτήν. Είναι μια διαδικασία που ενέχει συγκεκριμένες εγγυήσεις, με τήρηση της προηγούμενης ακρόασης και των δύο πλευρών και την δυνατότητα συμβολής κάθε μιας πλευράς στην εξεύρεση του αληθούς νοήματος του δικαστικού κειμένου. Οι μονομερείς διευκρινιστικές διαρροές δεν εξυπηρετούν πάντοτε τις αρχές της διαφάνειας, της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας και της ίσης μεταχείρισης, ακριβώς επειδή στερούνται οποιασδήποτε δικονομικής και γενικότερα δικαϊκής εγγύησης. 




Δευτέρα, Ιουνίου 17, 2013

H προσωρινή διαταγή για την ΕΡΤ

Η προσωρινή διαταγή που εξέδωσε ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του σχετικού αιτήματος για την προσωρινή αναστολή ισχύος της κοινής υπουργικής απόφασης με την οποία έπαυσε η λειτουργία της ΕΡΤ Α.Ε. εμπεριέχει πλήρως το στοιχείο της λακωνικότητας -μέχρι έλλειψης!- αιτιολογίας που παρουσιάζει το συγκεκριμένο ιδιόμορφο είδος δικαστικής παρέμβασης, αλλά σε συνδυασμό και με προς μια εξαιρετικά κρυπτική κι ενδιαφέρουσα ως προς την ερμηνεία της νομική κρίση.

Η προσωρινή διαταγή διατάσσει την αναστολή της διακοπής μετάδοσης των εκπομπών και της λειτουργίας των ιστότοπων της ΕΡΤ Α.Ε. καθώς και την περιέλευση των συχνοτήτων της ΕΡΤ σε ανενέργεια. Η εκτέλεση της προσβαλλόμενης κοινής υπουργικής απόφασης αναστέλλεται μόνο ως προς αυτό το μέρος της και οι Υπουργοί διατάσσονται να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την συνέχιση της λειτουργίας της ΕΡΤ.

Το πιο ενδιαφέρον νομικά είναι ότι η προσωρινή διαταγή δεν βασίζεται ευθέως σε κάποια κρίση αντισυνταγματικότητας της Κ.Υ.Α. Δηλαδή δεν αναφέρει ότι η κοινή υπουργική απόφαση πρέπει να καταργηθεί επειδή είναι αντίθετη σε κάποια διάταξη του Συντάγματος, όπως το δικαίωμα καθενός στην πληροφόρηση (άρθρο 5Α) ή στον άμεσο έλεγχο του κράτους στην τηλεόραση (άρθρο 15) ή στο δικαίωμα δίαδοσης των στοχασμών (άρθρο 14) ή, τελικά, στον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος (άρθρο 1 παρ.1). Η προσωρινή διαταγή αναφέρεται ρητά μόνο στην κοινή ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία, δηλαδή το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 1730/1987, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 1866/1989 (Α 222) που κατοχυρώνει την συμβολή δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα στην ενημέρωση, στη μόρφωση και στην ψυχαγωγία του ελληνικού λαού και της ομογένειας. Με αυτή την συνοπτική αιτιολογική διαπίστωση, η προσωρινή διαταγή εμφανίζεται να κρίνει απλώς αντίθετη στο νόμο την Κ.Υ.Α., ως προς την έλλειψη  ενδεχομένως λ.χ. μιας μεταβατικής διάταξης που θα επέβαλε την εξακολούθηση της λειτουργίας μέχρι την ίδρυση του νέου φορέα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.

Η γνώμη μου όμως είναι ότι η ανάγνωση συτή δεν είναι ολοκληρωμένη. Η Κ.Υ.Α βασίστηκε σε μια εξουσιοδοτική διάταξη νόμου, του άρθρου 14Β του ν.3429/2005 που προστέθηκε με το άρθρο 66 του ν.4002/2011. Ο νόμος αυτός αναφέρει πολύ απλά ότι με Κ.Υ.Α μπορεί να καταργηθεί η ΕΡΤ, όπως και άλλες κρατικές ετσιρίες. Ο νόμος αυτός έχει απολύτως ίση τυπική ισχύ με τον ν.1730/1987 και τον ν.1866/1989 που ορίζουν την αποστολή της ΕΡΤ, μόνο που είναι μεταγενέστερος.  Επίσης, στον νόμο του 2011 ουδεμία επιφύλαξη υπέρ της νομοθεσίας περί ΕΡΤ υπάρχει. Δηλαδή δεν διαχωρίζεται η αρμοδιότητα κατάργησης της ΕΡΤ από την αρμοδιότητα περί διακοπής της λειτουργίας της! Θεωρώ ότι οι δύο αυτοί νόμοι δεν βρίσκονται σε σχέση υπεροχής ο ένας σε σχέση με τον άλλο, αλλά και ότι η εφαρμογή του νεότερου νόμου δεν μπορεί να εξαρτάται από την συνέχιση ισχύος του παλαιότερου. Πώς θα καταργηθεί η ΕΡΤ, αν ταυτόχρονα πρέπει να ασκεί την αποστολή της, χωρίς μια μεταβατική διάταξη που να το επιβάλλει και χωρίς να πρέπει να ανατρέξουμε σε υπερκείμενους κανόνες; 

Παρά την σεμνή διατύπωση, η προσωρινή διαταγή δεν μπορεί παρά να υποκρύπτει μια συνταγματικού δικαίου κρίση: επιτρέπεται μεν η κατάργηση της ΕΡΤ, αλλά το νομικό πλαίσιο θα έπρεπε να προβλέπει και ότι δεν διακόπτεται η λειτουργία της μέχρι τη διάδοχη νομική κατάσταση. Αυτή η δικαστική "βελτίωση" της νομοθεσίας θα ήταν εντελώς αυθαίρετη, εάν δεν είχε κάποιο υπόβαθρο σε επίπεδο συνταγματικού δικαίου ή έστω σε επίπεδο γενικών αρχών του δικαίου. Με δεδομένη την έλλειψη μιας συνταγματικής διάταξης που να επιβάλλει την υποχρέωση του κράτους σε διαρκή παραγωγή ραδιοτηλεοπτικού προϊόντος καταλήγω στην άλλη εκδοχή. Κατά την οποία,το ΣτΕ υπενθυμίζει ότι σε κάθε διάταξη που καταργεί μια δημόσια παροχη, πρέπει να υπάρχει μεταβατική διάταξη που να μην αναστέλει ούτε προσωρινά την συνέχιση αυτής της παροχής. Αυτή όμως δεν είναι μια συνταγμστικού δικαίου στάθμιση, αλλά η διαπίστωση δυσαρμονίας προς τις γενικές αρχές του δικαίου και τις αρχές της καλής νομοθέτησης. 

Κυριακή, Ιουνίου 16, 2013

Η μεγάλη συζήτηση για την ΕΡΤ

Χθες στο web radio του Amagi είχα την χαρά να συντονίσω μια μεγάλη συζήτηση για την ΕΡΤ.

Μπορείτε να την ακούσετε κάνοντας κλικ εδώ.

Με ιδιαίτερη έμφαση στο νομικό σκέλος της υπόθεσης (στην ανάλυση του οποίου συνέβαλαν ο επίκουρος καθηγητής της φιλοσοφίας του δικαίου της νομικής του ΑΠΘ κ. Ανδρέας Τάκης και  ο λέκτορας της νομικής του ΔΠΘ κ. Βασίλης Χατζηιωάννου), αλλά και στο πολιτικό σκέλος (με τοποθετήσεις του πρώην υπουργού κ. Ηλία Μόσιαλου, του προέδρου της Δράσης κ. Θεόδωρου Σκυλακάκη, της βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Ρένας Δούρου, του εκπροσώπου της ΔΗΜΑΡ κ. Ανδρέα Παπαδόπουλου και του εκπροσώπου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ. Πέτρου Κωνσταντίνου) καθώς και με φιλοξενία των εμπειριών ανθρώπων που εργάστηκαν στην ΕΡΤ (ο δημοσιογράφος και δημοτικός σύμβουλος κ. Γιώργος Αμυράς και η δημοσιογράφος και αναπληρώτρια καθηγήτρια δημοσιογραφίας κ. Σοφία Ιορδανίδου) και με τον σχολιασμό του  επιχειρηματία κ. Γρηγόρη Φαρμάκη, θεωρώ ότι το θέμα καλύφθηκε από όλες τις πλευρές. 

Τουλάχιστον μέχρι να εκδοθεί η πιο πολυαναμενόμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, την Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013. 

Κυριακή, Ιουνίου 09, 2013

Η "άρνηση γενοκτονίας" κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο

Η συζήτηση για την θέσπιση νέων ποινικών διατάξεων για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας εκκινεί από την υποχρέωση της Ελλάδας να ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο την Απόφαση - πλαίσιο 2008/913/ΔΕ του Συμβουλίου της ΕΕ. Η απόφαση - πλαίσιο αποσκοπεί κυρίως στον συντονισμό των νομοθεσιών των κρατών - μελών της ΕΕ, προκειμένου να προωθηθεί η συνεργασία των κρατών μελών σε αστυνομικές και δικαστικές υποθέσεις. Η Ελλάδα έχει από το 1979 έναν νόμο για την καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων. Αυτό που δεν έχει και είναι η ουσιαστικότερη απόκλιση του εθνικού δικαίου από την Απόφαση - πλαίσιο είναι μια διάταξη που να στοχοποιεί την "αρνηση γενοκτονιών", όπως θα λέγαμε σχηματικά το εν λόγω αδίκημα που προβλέπεται σε άλλες χώρες της Ευρώπης.

Η Απόφαση - πλαίσιο θεσπίστηκε το 2008, όταν ήταν ήδη γνωστές οι ενστάσεις για τέτοιου είδους νομοθεσίες, ως προς τον σεβασμό της ελευθερίας της έκφρασης από τους αρνητές του Ολοκαυτώματος, τους αναθεωρητές ιστορικούς που εξέφραζαν μια ιστορική άποψη διαφορετική από την "επίσημη" ή την κρατούσα σχετικά με τα γεγονότα του Γ' Ράιχ. Το 2008 η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε πλήρη επίγνωση της κριτικής που είχε αναπτυχθεί εναντίον αυτών των νομοθεσιών, αλλά και των διαδικασιών που υπέβαλαν σε έλεγχο συμβατότητας αυτών των διατάξεων προς την ελευθερία της έκφρασης. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ελέγχου του γαλλικού νόμου Γκεϊσό ήταν η υπόθεση Faurisson κατά Γαλλίας. Η υπόθεση έφτασε στην Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των Ηνωμένων Εθνών που ελέγχει κατά πόσον τα κράτη τηρούν το Διεθνές Σύμφωνο για τα Πολιτικά Δικαιώματα, στο άρθρο 19 του οποίου προστατεύεται η ελευθερία της έκφρασης. Η Επιτροπή έκρινε ότι ο νόμος Γκεϊσό, όπως εφαρμόστηκε από την δικαιοσύνη στην υπόθεση Faurisson δεν ήταν αντίθετος στην ελευθερία της έκφρασης γιατί δεν τιμωρούσε την άποψη, αλλά προστάτευε τους Εβραίους από τον κίνδυνο της εναντίον τους δημιουργίας ενός κλίματος αντισημιτισμού. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση όταν αποφάσισε να τυποποιηθεί η άρνηση γενοκτονιών κλπ, έλαβε ιδιαίτερα υπόψη της ότι δεν πρέπει να ποινικοποιηθεί η διαφορετική άποψη αλλά κυρίως οι συνέπειες που μπορεί να έχει η έγερση βίας εναντίον ατόμων ή ομάδων για μη επιλεγόμενες, εγγενείς ιδιότητες. 

Η τυποποίηση του αδικήματος στην επίμαχη απόφαση πλαίσιο είναι η εξής:

Άρθρο 1 

1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσει ότι τιμωρούνται οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις:
α)...
β) ...
γ) η δημόσια επιδοκιμασία, η άρνηση ή η χονδροειδής υποτίμηση της σοβαρότητας όσον αφορά εγκλήματα γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου, όπως ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, και η οποία στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους μιας τέτοιας ομάδας,
δ) η δημόσια επιδοκιμασία, άρνηση ή χονδροειδής υποτίμηση της σοβαρότητας των εγκλημάτων τα οποία ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου που προσαρτάται στη συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Αυγούστου 1945, η οποία στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους τέτοιας ομάδας που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους μιας τέτοιας ομάδας.


 Επομένως, το αδίκημα όπως τυποποιείται από το ευρωπαϊκό δίκαιο που πρέπει να ενσωματώσουμε δεν περιορίζεται στην "άρνηση γενοκτονίας", αλλά συνοδεύεται και από την προϋπόθεση του κινδύνου επέλευσης ενός αποτελέσματος που αφορά την υποκίνηση βίας ή μίσους εναντίον ατόμου ή ομάδας. Με αυτόν τον τρόπο, η ΕΕ δεν καλεί σε ποινικοποίηση του  "μισαλλόδοξου λόγου", αλλά καλεί τα κράτη να συνδέσουν αναπόσπαστα την τιμωρητική διάταξη με την πιθανή υποκίνηση εγκληματικού αποτελέσματος. Στο άρθρο 2 της Απόφασης - πλαίσιο μάλιστα αναγνωρίζεται και η ευρύτατη ευχέρεια των κρατών για την επίτευξη του τιμωρητικού αποτελέσματος: "τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέγουν να τιμωρούν μόνον συμπεριφορά η οποία είτε εκδηλώνεται κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη είτε έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα."  Άρα, το πώς θα επιτευχθεί αυτή η ισορροπία στο εθνικό δίκαιο είναι αρμοδιότητα του εθνικού νομοθέτη.

  Πάντως οι ενστάσεις για την αοριστία της παραπάνω διατύπωσης, οι οποίες είναι εύλογες δεδομένου ότι με τον νόμο αυτόν θα ρυθμίζεται η σχέση δύο συνταγματικών δικαιωμάτων δηλαδή αφενός η ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 14 του Σ.) κι αφετέρου η προστασία της ελευθερίας, τιμής και ζωής καθενός που βρίσκεται στην Ελληνική επικράτεια (άρθρο 5 παρ. 2 του Σ.), θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να συσσχετίζονται με τον νομοτεχνικά αποδεκτό βαθμό γενικότητας που περιέχουν οι ήδη υφιστάμενες διατάξεις του ποινικού κώδικα - εκείνες που δεν έχουν δημιουργήσει πρόβλημα συνταγματικότητας. 

Κατά τη γνώμη μου, το πλαίσιο διάταξης που ορίζει η απόφαση της ΕΕ είναι πιο συγκεκριμένο από υφιστάμενες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που είναι διατυπωμένες με σαφέστατα μεγαλύτερο βαθμό αφαίρεσης. Ας δούμε λ.χ. την διάταξη που τιμωρεί το ποινικό αδίκημα της απειλής (άρθρο 333 Π.Κ.):

"Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή". 

Υπάρχει καμια αμφιβολία ότι η διατύπωση αυτή είναι πιο αόριστη από την τυποποίηση της Απόφασης - πλαίσιο για την "άρνηση γενοκτονιών"; Αν κάποιος δεν είχε ποτέ του εμπειρία εφαρμογής ποινικού δικαίου θα έλεγε κι εδώ "θα ποινικοποιήσουμε τον "τρόμο" και την "ανησυχία";" Ουδείς βέβαια ασχολείται, γιατί το άρθρο 333 εφαρμόζεται κάθε μέρα από τα ποινικά δικαστήρια χωρίς να έχει διαπιστωθεί ποτέ η "αντισυνταγματικότητά" του ή οποιαδήποτε άλλη πρόσκρουση στις διατάξεις που κατοχυρώνουν την ελευθερία της έκφρασης.  Το ίδιο ισχύει και για πληθώρα άλλων διατάξεων. 

Επιπλέον, η παραπάνω διάταξη της Απόφασης - πλαίσιο παραπέμπει στο Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που τυποποιεί τα αδικήματα της γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και τα εγκλήματα πολέμου. Επομένως, το εύρος αυτής της διάταξης εμπλουτίζεται και από το κανονιστικό περιεχόμενο αυτών των διατάξεων. Διαφωνώ όμως με το γεγονός ότι η διάταξη της Απόφασης - πλαίσιο επιβάλλει τον κολασμό στις περιπτώσεις των αδικημάτων που προβλέπονται από το Καταστατικό, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη δικαστικής απόφασης του Δ.Π.Δ. για το θέμα αυτό. Η τιμωρία μιας άρνησης γενοκτονίας χωρίς την ύπαρξη προηγούμενης δικαστικής απόφασης κατά τη γνώμη μου βρίσκεται σε σχέση έντασης με την ελευθερία της έκφρασης καθώς και  με μια αντίστροφη αλλά ισχύουσα εκδοχή του τεκμηρίου της αθωότητας: δεν υπάρχει κάποιο τεκμήριο "ενοχής" επειδή κάποιος θεωρεί ότι ουδέποτε τελέστηκε μια θηριωδία που εμπίπτει στην έννοια λ.χ. στα εγκλήματα πολέμου, χωρίς σχετική δικαστική κρίση. Αν ήταν έτσι, θα ήταν εντελώς περιττό το Δ.Π.Δ. Σε αυτό θεωρώ ότι υπάρχει πρόβλημα και ότι τα ελληνικά νομοσχέδια που προϋποθέτουν την ύπαρξη δικαστικών αποφάσεων κινούνται προς την σωστή διορθωτική κατεύθυνση.

Η έκφραση μιας γενικής γνώμης είναι εντελώς διαφορετική νομική κατηγορία από την υποκίνηση σε πράξεις βίας εναντίον ατόμων ή ομάδων. Ο κίνδυνος μια γνώμη να εκληφθεί ως υποκίνηση είναι υπαρκτός και με το ισχύον δίκαιο, ακόμη και ως προς το αδίκημα της απειλής καθώς και άλλα αδικήματα. Ο υπερτονισμός του κινδύνου όμως υποβαθμίζει την εμπειρία και επάρκεια των δικαστών, των δικηγόρων αλλά και γενικότερα της νομικής ως επιστήμης και ως συστήματος απονομής του δικαίου. Και αρνείται ότι οι αντιρατσιστικοί νόμοι ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες κοινωνικές ανάγκες. 



Τετάρτη, Ιουνίου 05, 2013

Σχόλια στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ.

Η πρόταση νόμου που κατέθεσε η αξιωματική αντιπολίτευση εκκινεί από διαφορετική αφετηρία σε σχέση με τα δύο προηγούμενα νομοσχέδια που είδαν το φως της δημοσιότητας αυτές τις ημέρες. Ενώ η πρόταση ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ κινείται στην εξ ολοκλήρου κατάρτιση ενός νομοσχεδίου που ακολουθεί λίγο πολύ την δομή της Απόφασης - πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ για την καταπολέμιση ορισμένων μορφών ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου και ενώ η πρόταση της ΝΔ επεμβαίνει διορθωτικά και τροποποιητικά στον ήδη ισχύοντα Ν.927/1979, ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. προτείνει νομοθετικές τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα σε συνδυασμό με την δημιουργία μιας νέας κρατικής δομής για την χάραξη και παρακολούθηση της εθνικής αντιρατσιστικής πολιτικής. 

Η βασική νομοθετική τροποποίηση είναι η εισαγωγή μιας νέας νομικής έννοιας, του εγκλήματος "με ρατσιστικά χαρακτηριστικά", το οποίο μπορεί να είναι εν δυνάμει κάθε αδίκημα του Π.Κ. εάν ο λόγος της τέλεσης της πράξης είναι συγκεκριμένες ιδιότητες του θύματος. Σε αυτή την περίπτωση, τα "ρατσιστικά χαρακτηριστικά" του νομοσχεδίου αποτελούν επιβαρυντική περίσταση και λόγο για ειδικότερες ποινές, όπως η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων κλπ. 

Αντί δηλαδή να τυποποιηθεί ένα νέο ποινικό αδίκημα (όπως η "δημόσια υποκίνηση σε πράξεις βίας / μίσους" του νομοσχεδίου ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ), το νομοσχέδιο προσφέρει ένα συμπλήρωμα στο γενικό μέρος του Ποινικού Κώδικα. 


Τα νομικά προβλήματα που παρουσιάζει η πρόταση του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ είναι ότι:

1)  δεν ξεκαθαρίζει την σχέση της πρότασης με τον υφιστάμενο Ν.927, αν δηλαδή τον καταργεί ως ειδικότερος νεότερος νόμος ή αν εξακολουθεί να ισχύει αυτός και μετά την τυχόν θέσπιση του νομοθετήματος (πιο πιθανό). Για λόγους ασφάλειας δικαίου θα πρέπει να ξεκαθαρίσει αν το νομοσχέδιο λειτουργεί παραπληρωματικά ή καταργητικά προς τον νόμο. Από την ίδια  την αιτιολογική έκθεση φαίνεται μάλλον να λειτουργεί παραπληρωματικά, καθώς στην 6η παράγραφο αναφέρεται μεταξύ άλλων: "Στο νόμο αυτό, ο νομοθέτης προέβλεψε την ποινική απαξία της έκφρασης ρατσιστικών ιδεών, όχι όμως και της τέλεσης πράξεων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά". Η κρίση αυτή είναι εσφαλμένη, καθώς 
i) στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν.927 τιμωρείται η προτροπή σε τέλεση ρατσιστικών πράξεων, 
ii) στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ξεκάθαρα ως τιμωρούμενη πράξη η συμμετοχή σε ρατσιστική οργάνωση και 
iii) στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου τιμωρείται η άρνηση παροχής αγαθών ή υπηρεσιών για ρατσιστικούς λόγους ( αν και το άρθρο αυτό καταργήθηκε με το πολύ πιο συγκεκριμένο αλλά ταυτόσημο άρθρο 16 του Ν.3304/2005). 
Και τα τρία αυτά αδικήματα δεν αφορούν την "απαξία έκφρασης ρατσιστικών ιδεών", αλλά την τέλεση ρατσιστικών πράξεων. Πάντως, πιο υποστηρίξιμη είναι η εκδοχή ότι η πρόταση νόμου του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ δεν καταργεί τον ν.927, παρά τις ελευθεριακές "κορώνες" στην αιτιολογική έκθεση κατά της ποινικοποίησης μισαλλόδοξου λόγου: το νομοσχέδιο δεν καταργεί ρητώς τον ν.927.

2) δεν εναρμονίζει το εθνικό δίκαιο με την Απόφαση - πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ που ρητώς αναφέρει στο άρθρο 1 παρ. 1 ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ πρέπει να τυποποιήσουν ως ποινικό αδίκημα


"γ) η δημόσια επιδοκιμασία, η άρνηση ή η χονδροειδής υποτίμηση της σοβαρότητας όσον αφορά εγκλήματα γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου, όπως ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, και η οποία στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους μιας τέτοιας ομάδας,

δ) η δημόσια επιδοκιμασία, άρνηση ή χονδροειδής υποτίμηση της σοβαρότητας των εγκλημάτων τα οποία ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου που προσαρτάται στη συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Αυγούστου 1945, η οποία στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους τέτοιας ομάδας που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους μιας τέτοιας ομάδας."


Σημειωτέον ότι η παρ. 2 της Απόφασης - πλαίσιο αναφέρει ότι τα κράτη έχουν την ευχέρεια να επιλέξουν αν θα τιμωρείται η τέλεση των παραπάνω σε επίπεδο προσβολής / εξύβρισης (αυξημένη προστασία) ή αν πρέπει να διαταράσσεται και η δημόσια τάξη για να είναι αξιόποινη η πράξη (μειωμένη πρακτικά προστασία). Ωστόσο, σε αυτήν την  πρόταση νόμου δεν υπάρχει τίποτε από τα δύο. 


 Επομένως, η πρόταση του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. δεν ανταποκρίνεται σε αυτή την ευρωπαϊκού δικαίου διάταξη και η τυχόν ψήφισή της μπορεί να οδηγήσει την χώρα ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά τις 14 Νοεμβρίου 2013. 


3) Υπό την εκδοχή ότι η πρόταση νόμου δεν καταργεί τον Ν.927/1979, ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ εξακολουθεί να αφήνει με αυτήν την πρόταση αποποινικοποιημένο τον ομοερωτοφοβικό και τρανσφοβικό λόγο, διατηρώντας την τιμωρία μόνο σε επίπεδο "επιβαρυντικής περίστασης" που ούτως ή άλλως ισχύει και σήμερα με το άρθρο 79 και δεν εφαρμόστηκε ποτέ σε συνδυασμό με τα άρθρα 361 επ. Π.Κ. όταν έφτασαν στα δικαστήρια ομοερωτοφοβικά δημοσιεύματα. 

4) Υπό την εκδοχή ότι η πρόταση νόμου καταργεί τον Ν.927/1979 (δεν προκύπτει ρητώς από το νομοσχέδιο, αλλά πρέπει να διευκρινιστεί), το νομοσχέδιο αποκλίνει σημαντικά από το άρθρο 4 της Διεθνούς Σύμβασης για την καταπολέμηση πάσης μορφής φυλετικών διακρίσεων. 

5) Ενώ δημιουργεί αυτοτελή επιβαρυντική περίσταση (προτεινόμενο άρθρο 93Α), δεν καταργείται η υφιστάμενη επιβαρυντική περίσταση λόγω ρατσιστικών κινήτρων του άρθρου 79 παρ. 3 περ. δ' του Π.Κ. Έτσι, στο ίδιο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα θα υπάρχει και η αυτοτελής και η "ατελής" επιβαρυντική περίσταση.


6) Δεν προβλέπονται ειδικές διατάξεις για την τέλεση των ρατσιστικών εγκλημάτων μέσω Διαδικτύου.


Από την άλλη πλευρά, η πρόταση του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ παρουσιάζει πολύ πιο αναλυτικές, σαφείς και προστατευτικές διατάξεις όσον αφορά την προστασία των θυμάτων. Ενώ το νομοσχέδιο της ΝΔ δεν προβλέπει τίποτε γι' αυτό το θέμα,  και η πρόταση ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ αναφέρεται στην προστασία θυμάτων το άρθρο 7 περί μη απέλασης, η πρόταση ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ περιλαμβάνει μια ολοκληρωμένη περιγραφή της διαδικασίας και αφορά ευρύτερο πεδίο εφαρμογής. 


Επίσης, η πρόταση ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ προβλέπει την παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας, με απαλλαγή πληρωμής παραβόλων κλπ και σαφέστερα ευρύτερη αναγνώριση του δικαιώματος άσκησης πολιτικής αγωγής σε νομικά πρόσωπα. 

Σάββατο, Ιουνίου 01, 2013

Έγκριση κοινωνικών μηνυμάτων από το ΕΣΡ

Επειδή οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί διαχειρίζονται τις συχνότητες που τους έχουν χορηγηθεί, ένα αγαθό που λόγω της φυσικής σπανιότητάς του έχει χαρακτηρισθεί "δημόσιος πόρος", το Κράτος έχει θεωρηθεί ότι μπορεί να ασκεί μια αυξημένη ρυθμιστική παρέμβαση στην διαχείριση αυτή. Το άρθρο 15 του Συντάγματος όμως προβλέπει ότι ο άμεσος έλεγχος του Κράτους στην ραδιοτηλεόραση ασκείται από ανεξάρτητη αρχή, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, προκειμένου αυτή η παρέμβαση να έχει εχέγγυα αμεροληψίας. 

Η ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία προβλέπει ότι οι σταθμοί έχουν υποχρέωση να προβάλλουν υποχρεωτικά και "κοινωνικά μηνύματα". Η έννοια και οι προϋποθέσεις υποχρεωτικής προβολής "κοινωνικών μηνυμάτων" ορίζονται από μια υπουργική απόφαση του 1997 και η όλη διαδικασία περιγράφεται στην Υπόδειξη 3/19.12.2011 του Ε.Σ.Ρ. Υπάρχει Ειδική Επιτροπή από μέλη του Ε.Σ.Ρ. που εξετάζουν τα αιτήματα και αποφαίνονται σχετικά. 

Πρόσφατα ακολούθησα αυτή τη διαδικασία, στο πλαίσιο υποβολής αιτήματος για μετάδοση ενός ραδιοφωνικού μηνύματος που ετοιμάσαμε στον Δήμο Αθηναίων για την ενημέρωση του κοινού σχετικά με τον Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης. Οι διατάξεις για την υποβολή και την έγκριση του μηνύματος δεν ήταν τόσο απλές και σίγουρα η υποβολή μιας τέτοιας αίτησης απαιτεί προσαρμογές και ερμηνείες που είναι απαραίτητες ώστε η ανεξάρτητη αρχή να εγκρίνει το σποτ. Το σποτ που υποβάλαμε εγκρίθηκε σε ελάχιστες μέρες και η απόφαση μας κοινοποιήθηκε με φαξ. Θα περιγράψω εδώ τις προϋποθέσεις.

Ποιοί  υποβάλλουν το αίτημα;

"α) το Δημόσιο,
β) τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου
γ) τα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.

Στην τελευταία κατηγορία εμπίπτουν τα σωματεία, τα ιδρύματα και οι αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρίες που έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα. Επομένως, δεν εμπίπτουν οι ενώσεις προσώπων που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, οι εμπορικές εταιρίες και τα πολιτικά κόμματα. Ούτε φυσικό πρόσωπο υποβάλλει παραδεκτώς σχετικό αίτημα.  (Ο Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης υπάγεται στον Δήμο Αθηναίων που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.)

Τί θεωρείται "μήνυμα κοινωνικού περιεχομένου";

Σύμφωνα με το νομικό και κανονιστικό πλαίσιο, τέτοια μηνύματα θεωρούνται όσα πληροφορούν το κοινωνικό σύνολο για θέματα που αφορούν σε: 

"α) Πρόληψη ασθενειών, ατυχημάτων ή παθήσεων που οφείλονται σε υπερβολική χρήση πάσης φύσεως αγαθών (ναρκωτικών ουσιών, οινοπνευματοδών καπνού κ.α.) ή σε οποιαδήποτε άλλη αιτία και σε θέματα υγιεινής διαβίωσης και διατροφής.

β) Προστασία του φυσικού, οικιστικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, προστασία του καταναλωτή, ενίσχυση της αιμοδοσίας, προαγωγή της οδικής ασφάλειας, λειτουργία θεσμών δημοκρατικού πολιτεύματος και άλλα συναφή θέματα. 

γ) Ανάγκες και απαραίτητα μέτρα προαγωγής της προστασίας, πρόνοιας και διευκόλυνσης των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των ομάδων πληθυσμού που χρήζουν κοινωνικής προστασίας."  

Υπάρχουν λοιπόν τρεις μεγάλες κατηγορίες στις οποίες πρέπει να εμπίπτει ένα σποτ για να θεωρηθεί κοινωνικό μήνυμα: υγεία, συλλογικά αγαθά, προστασία ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων. Στην περίπτωση του δικού μας σποτ, βασίσαμε τον χαρακτηρισμό στην περίπτωση "β", ως προς την λειτουργία θεσμών δημοκρατικού πολιτεύματος.

Στην πρόσφατη απόρριψη του σχετικού αιτήματος του Athens Pride, η αιτιολογία ήταν ότι το spot δεν εμπίπτει στην κατηγορία του κοινωνικού μηνύματος κι όχι ότι το περιεχόμενό του θεωρήθηκε άσεμνο ή ενοχλητικό. Αυτό σημαίνει ότι η απόρριψη μπορεί να αντικρουστεί νομικά, ιδίως με βάση της υποστήριξης του γεγονότος ότι μια παρέλαση περηφάνειας αποτελεί ενάσκηση δικαιωμάτων συνταγματικού και ευρωπαϊκού δικαίου και ως εκ τούτου συνδέεται με την λειτουργία των θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος, ενώ αφορά μια ομάδα πληθυσμού που υφίσταται νομικά απαγορευμένες διακρίσεις, όπως έχει καταγραφεί στον Ν.3304/2005 και στο άρθρο 79 του Ποινικού Κώδικα. Με ένα τέτοιο σκεπτικό το spot θα εντασσόταν στις περιπτώσεις (β) και (γ) και θα μπορούσε να θεωρηθεί κοινωνικό μήνυμα.

Τεχνικά χαρακτηριστικά

Το μήνυμα δεν πρέπει να είναι πάνω από 40'' και υποβάλλεται σε φορέα ενσωμάτωσης στον οποίο δεν πρέπει να καταλαμβάνει άνω των 10 ΜΒ. Σύμφωνα με απόφαση της Ειδικής Επιτροπής, στο μήνυμα δεν πρέπει να υπάρχουν:

- ενδείξεις της εταιρίας παραγωγής, οποιαδήποτε ένδειξη χορηγού, ή λογότυπο εταιρίας κερδοσκοπικού και μη δημόσιου χαρακτήρα
- αριθμοί τηλεφώνων ή SMS υψηλής χρέωσης
- τραπεζικοί λογαριασμοί, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων. 

Σε περίπτωση που το µήνυµα είναι ξενόγλωσσο θα πρέπει να περιλαµβάνονται υπότιτλοι ή να έχει γίνει µεταγλώττιση. Η µετάφραση θα πρέπει να βεβαιώνεται από επίσηµο µεταφραστικό φορέα.

Εννοείται ότι το ΕΣΡ ελέγχει ως προς το περιεχόμενο κατά πόσον πληρούνται οι κανόνες δεοντολογίας που προβλέπονται από την ελληνική ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία. Αυτό σημαίνει ότι όσο ευγενής κι αν είναι ο σκοπός, εάν το σποτ περιέχει σκηνές, κείμενο  ή εικόνες που θα απαγορεύονταν για οποιαδήποτε άλλη εκπομπή, μπορεί να μην εγκριθεί ως προς αυτή τη βάση και να μην μπορεί να παιχτεί τελικά ούτε επί πληρωμή, γιατί θα υπάρχει μια αρνητική κρίση από το ΕΣΡ που μπορεί να αποτελέσει λόγο επιβολής προστίμου. 

Συχνότητα προβολής

Εφόσον εγκριθεί το κοινωνικό μήνυμα από το ΕΣΡ, οι ραδιοφωνικοί/τηλεοπτικοί σταθμοί στους οποίους θα αποσταλεί υποχρεούνται να το προβάλλουν για ένα (1) μήνα. 

Σύμφωνα με την ίδια απόφαση της Ειδικής Επιτροπής, κάθε φορέας δικαίουται να υποβάλλει μόνο ένα (1) σποτ (τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό ή και τα δύο), δύο (2) φορές το χρόνο για το ίδιο ή διαφορετικό θέμα. Από τον περιορισμό αυτόν εξαιρούνται μηνύματα που αφορούν την δημόσια υγεία ή την ασφάλεια των πολιτών. 

Τυχόν έσοδα 

Προκειµένου να εγκριθεί κοινωνικό µήνυµα που σχετίζεται µε ενέργεια ή εκδήλωση (συναυλία, εορταγορά κλπ) η οποία απαιτεί την εισφορά αντιτίµου εκ µέρους των πολιτών, θα πρέπει να διασφαλίζεται η συµµετοχή όλων των παραγόντων της εκδήλωσης αφιλοκερδώς και να αναγράφεται/αναφέρεται τόσο στην αίτηση όσο και στο τηλεοπτικό/ ραδιοφωνικό µήνυµα ότι ΟΛΑ ΤΑ ΕΣΟ∆Α θα διατεθούν για τους σκοπούς του µη κερδοσκοπικού φορέα.

Απόφαση της Επιτροπής

Εφόσον η Επιτροπή Κοινωνικών Μηνυµάτων εγκρίνει την αίτηση δωρεάν µετάδοσης κοινωνικού µηνύµατος, αποστέλλεται στον φορέα µε φαξ η Απόφαση. Ο φορέας πρέπει µετά να έρθει σε επικοινωνία µε τους ραδιοφωνικούς ή / και τους τηλεοπτικούς σταθµούς, να τους αποστείλει αντίγραφο της Απόφασης καθώς και το µήνυµα στη µορφή που θα του ζητηθεί από τον σταθµό.
Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης δωρεάν µετάδοσης κοινωνικού µηνύµατος, αποστέλλεται στο φορέα επιστολή που τον ενηµερώνει για την απόρριψη της αίτησής του.

Οι αποφάσεις του ΕΣΡ προσβάλλονται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. 


To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...