Παρασκευή, Δεκεμβρίου 31, 2010

Καταδίκες της Ελλάδας για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης

Σύμφωνα με τον κατάλογο για την ελευθερία του Τύπου για το 2010 που δημοσίευσαν οι Ρεπόρτερς Χωρίς Σύνορα, η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τη συγκεκριμένη συνταγματική ελευθερία (βλ. εδώ).

Ας δούμε λοιπόν πιο συγκεκριμένα τις διαπιστωμένες παραβιάσεις της ελευθερίας της έκφρασης από την Ελλάδα, μέσα από τις σχετικές καταδίκες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στις οποίες κρίθηκε ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. εδώ).

Στην υπόθεση Γρηγοριάδης κατά Ελλάδας (1997), ένας νέος που υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία στα τέλη της δεκαετίας του 80, μετά από δύο χρόνια υπηρεσίας αποφάσισε να καταγγείλει με μια τεκμηριωμένη επιστολή τον Στρατό ως έναν "εγκληματικό και τρομοκρατικό μηχανισμό" και αρνήθηκε να εκτίσει την ποινή της πρόσθετης υπηρεσίας που του είχε επιβληθεί. Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη του από την Ελληνική Δικαιοσύνη για "περιύβριση του στρατεύματος", κατά τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα. To Eυρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε όμως ότι "το περιεχόμενο της επιστολής περιλάμβανε ορισμένες σκληρές κι αμετροεπείς παρατηρήσεις αναφορικά με τις ένοπλες δυνάμεις στην Ελλάδα. Όμως, το Δικαστήριο σημειώνει ότι αυτές έγιναν μέσα στο πλαίσιο μιας μακράς συζητήσεως επικριτικής για τη στρατιωτική ζωή και το στράτευμα ως θεσμό" και καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης του Γρηγοριάδη και πληρωμή 2.000.000 δρχ. για δικαστικά έξοδα (βλ. εδώ την απόφαση).

Στην υπόθεση Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδας (2004), στον "Αδέσμευτο Τύπο" δημοσιεύθηκε ένα άρθρο που αναφερόταν σε εισαγγελείς μπλεγμένους σε σκάνδαλα κι έμεναν ατιμώρητοι, πράγμα που αποδιδόταν στη φιλική τους σχέση με τον πρόεδρο ενός δικηγορικού συλλόγου. Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη των Ρίζου και Ντάσκα για αποζημίωση 10.000.000 δρχ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι "οι επίδικες φράσεις δεν υπερέβαιναν τα όρια του αποδεκτού σχολίου σε μια υπόθεση επικαιρότητας" και καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης των Ρίζου και Ντάσκα και πληρωμή 31.172 ευρώ, δηλ. την αποζημίωση που είχαν καταβάλει στον αντίδικό τους (βλ. εδώ την απόφαση).

Στην υπόθεση Κανελλοπούλου κατά Ελλάδας (2007), στην "Espresso" και στην "Traffic news" δημοσιεύθηκε η διαμαρτυρία μιας γυναίκας που έκανε αποτυχημένη αισθητική επέμβαση στο στήθος, που οδήγησε σε μαστεκτομή και των δύο, καθώς αποδείχθηκε ότι είχε καρκίνο, αλλά μόνο στον ένα μαστό και σε αρχικό στάδιο. Στα επίδικα άρθρα η γυναίκα φερόταν να αναφέρει ότι ο γιατρός την "έσφαξε σαν αρνί", την "κατακρεούργησε", την "κατέστρεψε". Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη της γυναίκας για προσβολή της φήμης του γιατρού. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι "ακόμα κι αν η προσφεύγουσα εκφράστηκε με όρους ωμούς και βίαιους, δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι χρησιμοποιηθείσες εκφράσεις αντανακλούσαν τον τρόπο με τον οποίο εισέπραττε η ίδια την σοβαρότητα της κατάστασής της. Εξάλλου, οι δηλώσεις της δεν περιελάμβαναν οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί κακοπιστία από την πλευρά της" και καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και σε πληρωμή 8.000 ευρώ για ηθική βλάβη (βλ. εδώ την απόφαση).

Στην υπόθεση Κατράμη κατά Ελλάδας (2007), μια δημοσιογράφος χαρακτήρισε "επίορκο" και "καραγκιόζη" έναν ανακριτή που υπέπεσε σε δικονομικές παρατυπίες σε υπόθεση τροχαίου, στην οποία εμπλεκόταν η αδελφή της "ως πρόβατο επί σφαγή". Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη της δημοσιογράφου για εξύβριση του ανακριτή. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι "δεν δύναται να δεχθεί ότι το προφανές συμφέρον να προστατευθεί η υπόληψη του Λ.Π. και να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη λειτουργία της δικαιοσύνης, συμφέρον που αφορά η υπόθεση αυτή, επαρκούσε για να δικαιολογηθεί η ποινική καταδίκη της προσφευγούσης. (...) Κατά το Δικαστήριο, η επιβολή στην προσφεύγουσα μιας στερητικής της ελευθερίας ποινής, έστω και με αναστολή, λειτουργεί στο πλαίσιο του άρθρου 10, κύρωση δυσανάλογη του επιδιωκόμενου σκοπού. (...) Τέλος το Δικαστήριο φρονεί ότι οι εκφράσεις "επίορκος" και "καραγκιόζης" είναι μάλλον, αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες δεν επιδέχονται απόδειξη και δεν εμπίπτουν στην κατηγορία γεγονότων δυνάμενων να αποδειχθούν. Στο σημείο αυτό το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν προέβησαν στον διαχωρισμό μεταξύ "πραγματικών γεγονότων" και "αξιολογικών κρίσεων" αλλά εξήτασαν μόνο εάν οι χρησιμοποιηθείσες από την προσφεύγουσα εκφράσεις ήταν ικανές να προσβάλουν την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή." Έτσι, η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης της δημοσιογράφου και υποχρεώθηκε να της καταβάλει 7.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα. (βλ. εδώ την απόφαση).

Στην υπόθεση Λιοναράκης κατά Ελλάδας (2007) ο παρουσιαστής ζωντανής εκπομπής καταδικάστηκε επειδή δεν διέκοψε τον καλεσμένο του ο οποίος αποκάλεσε "παρακρατικό" έναν εμπλεκόμενο στην υπόθεση Οτσαλάν κι ότι "η Ελλάδα δεν είναι οι φωνασκούντες κακούργοι του Τύπου" και οι "νευροπαθείς ψευδοπατριώτες". Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη του παρουσιαστή σε καταβολή αποζημίωσης, η οποία κατόπιν συμφωνίας με τον αντίδικο ορίστηκε στα 41.000 ευρώ και 1.170 ευρώ δικαστικά έξοδα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι οι παραπάνω λέξεις ήταν "αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες δεν επιδέχονται απόδειξη και δεν εµπίπτουν στην κατηγορία γεγονότων δυναµένων να αποδειχθούν. (... Αλλά) , οι επίδικες εκφράσεις δεν στερούνταν παντελώς πραγµατικής βάσεως. Αντιθέτως µάλιστα, ο Φ.Κ. είχε συναντήσει τον κ. Οτσαλάν κατά την παραµονή του στην Κένυα, για να του παραδώσει µηνύµατα και έγγραφα και, µετά τη σύλληψη του κ. Οτσαλάν από τις τουρκικές δυνάµεις, είχε παραχωρήσει πολλές συνεντεύξεις για το θέµα αυτό στα ελληνικά µέσα ενηµερώσεως. Τέλος, το ∆ικαστήριο δεν λησµονεί ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν προέβησαν στον διαχωρισµό µεταξύ «πραγµατικών γεγονότων» και «αξιολογικών κρίσεων», αλλά εξήτασαν µόνον εάν οι χρησιµοποιηθείσες από τον Ε.Β. εκφράσεις ήταν ικανές να προσβάλουν την προσωπικότητα και την υπόληψη του µηνυτή. (... Εξάλλου)Το κόνσεπτ της εκποµπής αυτής αφορούσε την ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων. Επίσης, οι επίµαχες εκφράσεις ήταν προφορικές δηλώσεις τρίτου κατά τη διάρκεια ζωντανής εκποµπής, γεγονός το οποίο στέρησεαπό τον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να τις αφαιρέσει «στο αέρα». (...) Στο σηµείο αυτό, το ∆ικαστήριο εκτιµά ότι η ευθύνη του δηµοσιογράφου-συντονιστή δεν συµπίπτει µε την ευθύνη του προσώπου το οποίο χρησιµοποίησε φράσεις διατυπωµένες ενδεχοµένως υπό µορφή οξείας λεκτικής επιθέσεως, εξυβριστικές ή συκοφαντικές. Πράγµατι, το να απαιτείται εν γένει από τους δηµοσιογράφους να λαµβάνουν συστηµατικώς και σαφώς αποστάσεις από το περιεχόµενο µιας εκφράσεως η οποία θα ήταν δυνατό να προσβάλει τρίτους, να τους προκαλέσει ή να προσβάλει την υπόληψή τους, δεν συµβιβάζεται µε τον ρόλο του Τύπου να πληροφορεί επί των γεγονότων, των απόψεων ή των ιδεών που λαµβάνουν χώρα και ισχύουν σε µία δεδοµένη στιγµή. Μία τέτοια απαίτηση θα επέβαλε δυσβάστακτο φορτίο στον δηµοσιογράφο-συντονιστή µιας εκποµπής, ο οποίος θα απέφευγε ενδεχοµένως να συνοµιλήσει µε πρόσωπα τα οποία θα ήταν δυνατό να εκφράσουν τις ιδέες τους υπό µορφή πολεµικής και σε τόνο υπερβολικό, φοβούµενος ότι θα του αποδοθούν προβλεπόµενες από τον νόµο ευθύνες. Ωστόσο, µία τέτοια κατάσταση θα µπορούσε να αποστερήσει από την κοινωνία τη µετάδοση µέσω των µέσων ενηµερώσεως ζωντανών και ζωηρών πολιτικών συζητήσεων, από τις οποίες θρέφεται η δηµοκρατία." Έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και υποχρεώθηκε να καταβάλει στον προσφεύγοντα ως αποζημίωση το ποσό των 42.238 ευρώ και των 7.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα (βλ. εδώ την απόφαση).

Στην υπόθεση Βασιλάκης κατά Ελλάδας (2007) ο δημοσιογράφος είχε συντάξει μια σειρά άρθρων εναντίον του Δικτύου '21, με αποτέλεσμα να υποστεί αλλεπάλληλες δικαστικές διώξεις, γεγονός που τον οδήγησε στην σύνταξη μιας επιστολής στον πρόεδρο του ΔΣΑ με αίτημα τον πειθαρχικό έλεγχο των δικηγόρων διωκτών του. Στην επιστολή του χρησιμοποιούσε της εκφράσεις: «τροµοκρατία που ασκούν στους δηµοσιογράφους και τα µέσα ενηµέρωσης», «νέα πρακτική φίµωσης και κατάργησης της ελευθερίας της έκφρασης», «µε απίστευτο φανατισµό, ο οποίος καταντά ιδεοληψία», «δηλώσεις µετάνοιας», «θέλησή τους να εξοντώσουν µέσω αυτής της πρωτότυπης µεθόδευσης", «οργάνωσαν την εξόντωση προς παραδειγµατισµό δηµοσιογράφων-θυµάτων µέσω αυτής της καταχρηστικής διαδικασίας» και «ανθρωποκυνηγητό». Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη του για προσβολή προσωπικότητας και καταβολή αποζημίωσης 3.000 ευρώ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι "τα εθνικά δικαστήρια ουδόλως διέκριναν µεταξύ «πραγµατικών περιστατικών» και «αξιολογικών κρίσεων», αλλά διερεύνησαν µόνον αν οι εκφράσεις που χρησιµοποιήθηκαν από τον προσφεύγοντα ήταν ικανές να θίξουν την προσωπικότητα και την επαγγελµατική και προσωπική υπόληψη του ενάγοντος. Στην πράξη, προκειµένου να αξιολογήσουν την πρόθεση του προσφεύγοντος, δεν τοποθέτησαν τις επίδικες εκφράσεις µέσα στο πλαίσιο της υπόθεσης. Το ∆ικαστήριο εκτιµά από την πλευρά του ότι η εκ µέρους του προσφεύγοντος διατύπωση των απόψεών του υπό την µορφή µιας επιστολής απευθυνόµενης προσωπικά στον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου της Αθήνας, παρά µέσω της δηµοσίευσης στον τύπο ενός άρθρου µε το ίδιο περιεχόµενο, έδειχνε µάλλον µία πρόθεση να τεθεί ζήτηµα δεοντολογικών ευθυνών των ∆.Κ. και Φ.Κ. ενώπιον της αρµόδιαςπειθαρχικής αρχής, παρά πρόθεση να εξυβριστούν ή να δυσφηµηστούν ανοικτά οι ενδιαφερόµενοι." Έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και υποχρεώθηκε να καταβάλλει 6.000 ευρώ έξοδα στον προσφεύγοντα (εδώ η απόφαση).

Στην υπόθεση Αυγή και Κάρης κατά Ελλάδας (2008), το επίδικο δημοσίευμα αφορούσε συγκεντρώσεις του 2000 στη Θεσσαλονίκη για το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος των ταυτοτήτων και ο διοργανωτής μιας από αυτές (μετέπειτα βουλευτής του ΛΑΟΣ) χαρακτηρίσθηκε "γνωστός εθνικοπαράφρων". Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη της Αυγής και του δημοσιογράφου για καταβολή αποζημίωσης 58.000 ευρώ και δικαστικών εξόδων στον διοργανωτή. Όμως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι "η επίδικη έκφραση ήταν η µόνη από ολόκληρο το επίδικο άρθρο στην οποία εστίασαν τα εθνικά δικαστήρια προκειµένου να συµπεράνουν την πρόθεση του συντάκτη του να δυσφηµίσει τον Κ.Β. Επιπλέον, η προσωπική αναφορά στον Κ.Β. δε στερείτο νοήµατος, καθώς αυτός ήταν ένας εκ των οργανωτών της δεύτερης συγκέντρωσης. Συνεπώς, τοποθετηµένη µέσα στα πλαίσια του άρθρου, η επίδικη έκφραση αποσκοπούσε στην άσκηση οξείας κριτικής σε βάρος ενός εκ των οργανωτών µίας πολιτικής συγκέντρωσης στην οποία αντιτίθετο η εν λόγω ηµερήσια εφηµερίδα, παρά είχε πρόθεση να προσβάλει ή δυσφηµίσει χωρίς λόγο τον ενάγοντα. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια δεν έκαναν διάκριση µεταξύ «γεγονότων» και «αξιολογικών κρίσεων» αλλά µοναχά ερεύνησαν αν η διατυπωθείσα στο επίδικο άρθρο έκφραση µπορούσε να βλάψει την προσωπικότητα και την υπόληψη του ενάγοντα. Πράγµατι, κατά την αξιολόγηση της πρόθεσης του προσφεύγοντα, δεν µετέφεραν τις επίδικες φράσεις µέσα στο γενικό πλαίσιο της υπόθεσης. Αντιθέτως µάλιστα, το Εφετείο και ο Άρειος Πάγος εξέτασαν την επίδικη έκφραση αποκοµµένη από τα συµφραζόµενατου άρθρου για να καταλήξουν ότι οι εκφράσεις «ακροδέξιος» και «εθνικιστής» αρκούσαν από µόνες τους προκειµένου ο δηµοσιογράφος να εξωτερικεύσει το περιεχόµενο των σκέψεών του. Ωστόσο, ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων σε µία δίκη περί δυσφήµισης δε συνίσταται στο να υποδείξουν στο δηµοσιογράφο το αυστηρό ελάχιστο των εκφράσεων και χαρακτηρισµών που µπορεί να χρησιµοποιεί όταν ασκεί, µέσα στα πλαίσια του επαγγέλµατός του, το δικαίωµα του για κριτική, ακόµα και µε δριµύ τρόπο. Τα εθνικά δικαστήρια καλούνται αντιθέτως ναεξετάσουν αν το πλαίσιο της υπόθεσης, το δηµόσιο ενδιαφέρον και η πρόθεση τουδηµοσιογράφου δικαιολογούσαν την πιθανή χρήση µίας δόσης πρόκλησης ή υπερβολής." Έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και καταβολή 60.000 ευρώ στους προσφεύγοντες (εδώ η απόφαση).

Στην υπόθεση Κυδώνης κατά Ελλάδας (2009) το επίδικο δημοσίευμα ήταν ένα ανυπόγραφο άρθρο της εφημερίδας "Χιώτικη Διαφάνεια" στην οποία υπήρχαν αναφορές για καταπατήσεις εκτάσεων και άλλες παρανομίες πολιτευτή της Ν.Δ. Ο εκδότης της εφημερίδας (δημοσιογράφος) καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή φυλάκισης, ενώ υπήρχαν τέσσερις δικαστικές αποφάσεις ότι τα γεγονότα που ανέφερε το άρθρο δεν ήταν ψευδή. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι "οι καταγγελλόμενες εκφράσεις δεν περιείχαν καμία προσωπική προσβολή και εντάσσονταν στο πλαίσιο μίας διαμάχης μείζονος ενδιαφέροντος για την τοπική κοινωνία της Χίου. Επιπλέον, αντίθετα με τα επιληφθέντα δικαστήρια, που δεν έδωσαν καμία σαφή απάντηση, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αγνοήσει το επιχείρημα που ο προσφεύγων είχε προβάλει ενώπιόν τους, ήτοι την αθώωση σε τέσσερις περιπτώσεις ενός ατόμου που είχε και εκείνο καταγγείλει δημοσίως τον ίδιο πολιτικό για γεγονότα κατ’ουσίαν όμοια και του οποίου η αθώωση είχε στηριχθεί στην αποδεδειγμένη αλήθεια των εν λόγω εκφράσεων. Ως εκ τούτου, αν και δεν είναι αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αξιολογήσει την αλήθεια των επίδικων εκφράσεων, θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι αυτές δεν στερούνταν πραγματικής βάσης. Ενόψει των ανωτέρω, ακόμα κι αν οι καταγγελλόμενες εκφράσεις είχαν δίχως αμφιβολία αρνητικές συνέπειες στη δημόσια εικόνα του Γ.Ε., το Δικαστήριο δεν μπορεί ωστόσο να δεχθεί ότι το προφανές ενδιαφέρον για την προστασία της υπόληψης αυτού ήταν αρκετό για να αιτιολογήσει
την ποινική καταδίκη του προσφεύγοντος." Έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης καθώς και σε καταβολή αποζημίωσης 1.746 ευρώ και 3.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα. ( Η απόφαση εδώ).

Στην απόφαση Αλφαντάκης κατά Ελλάδας (2010), το επίδικο ήταν η τηλεοπτική εμφάνιση του δικηγόρου του Τόλη Βοσκόπουλου στον ΣΚΑΪ, όπου ειρωνεύτηκε την έκθεση του εισαγγελέα Δ.Μ. για απαλλαγή της συζύγου του τραγουδιστή, λέγοντας τα εξής: "Ειλικρινά γέλασα όταν τη διάβασα (την έκθεση), διότι αντιλήφθηκα ότι το έγγραφο αυτό δεν αποτελούσε πρόταση. Το θεώρησα ως μία πρόταση με την οποία ο συντάκτης της στόχευε στο να μειώσει τον (Βοσκόπουλο) σαν να υπήρχε μεταξύ τους καλλιτεχνικός ανταγωνισμός. Βέβαια, ο Δ.Μ. γράφει κι αυτός ποιήματα και μπορεί να αισθάνεται καλλιτέχνης. Είναι μία φιλολογική άποψη η οποία εκδηλώνει αντιπάθεια προς τον (Βοσκόπουλο). Δε λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία». Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη του δικηγόρου για καταβολή αποζημίωσης 11.738,81 ευρώ στον εισαγγελέα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι "η ελευθερία έκφρασης ισχύει και για τους δικηγόρους, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται δημοσίως επί της λειτουργίας της δικαιοσύνης, αλλά των οποίων η κριτική δεν μπορεί να υπερβαίνει ορισμένα όρια (...). Το εφετείο δεν προέβη εν προκειμένω σε κανένα διαχωρισμό μεταξύ «πραγματικών περιστατικών» και «αξιολογικών κρίσεων», αλλά
ερεύνησε μόνο τον αντίκτυπο των φράσεων «όταν τη διάβασα, γέλασα» και «λογοτεχνική άποψη». Ερεύνησε άμεσα αν οι επίδικες φράσεις και ο αντίκτυπος που αυτές προκαλούσαν, μπορούσαν να προσβάλουν την αξιοπρέπεια και την τιμή του μηνυτή. Ως εκ τούτου, το εφετείο στέρησε από τον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να αποδείξει ότι οι εν λόγω φράσεις δεν προσφέρονταν για απόδειξη της ακρίβειάς τους. Πράγματι, η πρώτη περιέγραφε, υιοθετώντας έναν μάλλον ειρωνικό τόνο, τη δική του αντίδραση κατά την ανάγνωση της επίμαχης έκθεσης και η δεύτερη συνιστούσε μία αμιγώς αξιολογική κρίση. (...) Ειδικότερα, τα εθνικά δικαστήρια ουδόλως έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι η ποινική υπόθεση στην οποία ο Α.Β., πελάτης του προσφεύγοντος, και η Σ.Π. εμπλέκονταν, είχε ήδη προσελκύσει το ενδιαφέρον των μέσων μαζικής ενημέρωσης λόγω της φήμης του Α.Β. Επιπλέον, η Σ.Π., σύζυγος του Α.Β. κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών, είχε ήδη την ευκαιρία να συμμετάσχει σε τηλεοπτικές συζητήσεις και να κάνει σχόλια επί του περιεχομένου της έκθεσης του εισαγγελέα, που είχε δημοσιοποιηθεί εν τω μεταξύ στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τοποθετημένη σε αυτό το πλαίσιο, η εμφάνιση του προσφεύγοντος στο τηλεοπτικό
δελτίο μοιάζει κυρίως να απορρέει από την πρόθεσή του να υπερασπιστεί δημοσίως τις θέσεις του πελάτη του, σε μία υπόθεση που είχε προσελκύσει το δημόσιο ενδιαφέρον, και δεν στόχευε άμεσα στο να προσβάλει την προσωπικότητα του Δ.Μ." Έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και υποχρεώθηκε να καταβάλει στον δικηγόρο 12.939 ευρώ αποζημίωση. (Η απόφαση εδώ).

Ευχόμαστε το 2011 η Ελλάδα να βρεθεί πιο ψηλά στην σχετική αξιολόγηση υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης.




Πέμπτη, Δεκεμβρίου 30, 2010

Σκέψεις για την έκρηξη στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών

Η ιδιαιτερότητα που έχει η Δικαιοσύνη σε σχέση με τις άλλες δύο κρατικές λειτουργίες είναι ότι ο ρόλος της είναι ελεγκτικός, εκ των υστέρων, "πυροσβεστικός" και διορθωτικός. Ενώ η Νομοθετική λειτουργία πρέπει να λειτουργεί στρατηγικά και να χαράσσει το σωστό δρόμο για το μέλλον με γενικές αποφάσεις, ενώ η Εκτελεστική λειτουργία αφορά τις πολιτικές για την εφαρμογή της νομοθεσίας, η Δικαιοσύνη έρχεται πάντα μετά, να εξετάσει σε ατομικό επίπεδο, ποιος δεν έκανε καλά τη δουλειά του.

Τα διοικητικά Δικαστήρια ελέχουν τον στενό πυρήνα του κράτους, καθώς εκδικάζουν τις αγωγές αποζημίωσης και τις προσφυγές για πράξεις ή παραλείψεις του Ελληνικού Δημοσίου (σε αντίθεση με τα πολιτικά Δικαστήρια που δικάζουν διαφορές μεταξύ ιδιωτών). Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών είναι ένα τέτοιο δικαστήριο. Σήμερα ένας τέτοιος ελεγκτικός του κράτους θεσμός χτυπήθηκε με εκρηκτικό μηχανισμό, προκαλώντας σοβαρές υλικές ζημιές. Ελπίζω να μην έχει καεί και κανένας από τους φακέλους μου που περιμένουν εκεί μέσα υπομονετικά να εκδικαστούν, παλιώνοντας σαν το καλό κρασί.

Το εν λόγω κτίριο αποτελεί ένα από τα πιο αξιοπρεπή δικαστικά μέγαρα της χώρας και λειτουργεί μόλις 10 χρόνια (εγκαινιάστηκε επί Κ. Σημίτη και Ε. Γιαννόπουλου). Στις κακές συνθήκες απονομής της Δικαιοσύνης στη χώρα μας, αποτελεί μια σημαντική εξαίρεση, τουλάχιστον ως περιβάλλον. Ως ποιότητα βέβαια υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες, ιδίως όταν μια αγωγή εναντίον του Δημοσίου εκδικάζεται αφού περάσουν 5-6 χρόνια από την ημερα της κατάθεσής της (χωρίς να υπολογίζουμε αναβολές επειδή λ.χ. το Δημόσιο δεν έχει φέρει εγκαίρως το φάκελό του). Κριτική μπορεί να γίνει πολλή. Αλλά το χτύπημα στο κτίριο είναι αφενός αμφισβήτηση του θεσμού της διοικητικής δικαιοσύνης με την θέση σε κίνδυνο όσων εργάζονται για αυτήν και περί αυτήν κι αφετέρου δεν αποτελεί κριτική για την ουσία του πράγματος.

Στα τέλη του Μάη ένα αντίστοιχο χτύπημα στα Δικαστήρια Θεσσαλονίκης οδήγησε σε καθυστερήσεις ενός μήνα στην εξέλιξη των υποθέσεων (ήμουν "θύμα", μιας και είχα μια υπόθεση που ματαιώθηκε λόγω επισκευών στο κτίριο). Στην Ευελπίδων σχεδόν κάθε εβδομάδα υπάρχει και μια απειλή για βόμβα, με αποτέλεσμα ατέλειωτη ταλαιπωρία και καθυστερήσεις. Και ανησυχία μήπως τελικά είμαστε οι άτυχοι που δεν θα πέσουμε στην περίπτωση της φάρσας.

Αυτό που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι όμως γιατί οι συγκεκριμένοι χώροι, αφιερωμένοι στην κατ' εξοχήν ελεγκτική λειτουργία της Πολιτείας, είναι πιο συχνά στόχοι τέτοιων ενεργειών, απ' ό,τι λ.χ. τα υπουργεία. Για μένα η απάντηση είναι ξεκάθαρη: η Ελληνική Δικαιοσύνη δεν έχει πείσει ότι αποτελεί μια τρίτη λειτουργία, αλλά ο πολύς κόσμος θεωρεί ότι ουσιαστικά είναι ένα παρακολούθημα, ένα δεκανίκι της κεντρικής εξουσίας. Έτσι οι τρομοκράτες θεωρούν οτι έχουν ένα "κοινωνικό" έρεισμα στις καταστροφικές επιθέσεις τους. Προσωπικά διαφωνώ κάθετα με την άποψη περί δεκανικίου της εξουσίας, αλλά πρέπει να κάνει και η Δικαιοσύνη κάτι για να αλλάξει αυτό.

Το στερεότυπο του "συντηρητικού δικαστή" δεν έχει καμία απολύτως θέση στον σύγχρονο κόσμο. Συντηρητικοί είναι οι νομείς των κεντρικών εξουσιών. Οι φορείς του ελέγχου της εξουσίας, προπάντων δηλαδή οι Δικαστές, οφείλουν να είναι πολύ πιο τολμηροί, ενήμεροι και ανοιχτόμυαλοι, δεδομένου ότι οι πολίτες μόνο από την Δικαιοσύνη μπορούν να περιμένουν την θεσμική επίλυση των προβλημάτων τους με τις κάθε μορφής εξουσίες. Αν η Δικαιοσύνη αποδειχθεί μια ακόμα αναποτελεσματική, οπισθοδρομική και σκληροπυρηνική εκδοχή της κλασικής κεντρικής εξουσίας, τότε οι πολίτες θα στραφούν στην εξωθεσμική διέξοδο: την αυτοδικία. Και τότε οι εκρήξεις δεν θα περιορίζονται στα δικαστικά μέγαρα.




Δευτέρα, Δεκεμβρίου 27, 2010

Αγωγή αποζημίωσης 200.000 ευρώ εναντίον δυσαρεστημένου καταναλωτή - blogger


Toν Ιανουάριο του 2011 εκδικάζεται στο Πρωτοδικείο Πειραιά η πρώτη αγωγή που ασκήθηκε εναντίον δυσαρεστημένου καταναλωτή, ο οποίος τόλμησε να δημοσιοποιήσει τα παράπονά του για το service ηλεκτρονικού υπολογιστή.


Ενώ ο καταναλωτής είχε δικαίωμα να στραφεί δικαστικά εναντίον της εταιρίας, προτίμησε την εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς. Προσέφυγε στον “Συνήγορο του Καταναλωτή”, ζητώντας την διαμεσολαβητική παρέμβαση της Ανεξάρτητης Αρχής για την συμβιβαστική επίλυση του προβλήματος και δημοσιοποίησε την ταλαιπωρία που υπέστη στο ιστολόγιό του.


Η κίνηση αυτή όμως δεν εκτιμήθηκε θετικά από την εταιρία, η οποία αντί να συμβάλει στην προσπάθεια εξωδικαστικής επίλυσης, στράφηκε εναντίον του με αγωγή για προσβολή φήμης, επικεντρώνοντας στη διαδικτυακή διαμαρτυρία του καταναλωτή. Η αγωγή βασίζεται στις διατάξεις περί Τύπου και οι αξιώσεις ανέρχονται στο ποσό των 199.900 ευρώ (έντοκα).


Αξίζει να σημειωθεί ότι το Πρωτοδικείο Πειραιά ήταν το πρώτο Ελληνικό δικαστήριο που αναγνώρισε τεκμηριωμένα ότι οι διατάξεις περί Τύπου δεν εφαρμόζονται στα ιστολόγια, σε υπόθεση στην οποία υπερασπιστήκαμε blogger εναγόμενο από Νομάρχη (απόφαση 4980/2009).

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 22, 2010

H Μητρόπολη ως διαχειριστής δημοτικών κονδυλίων για τους απόρους

Σύμφωνα με δημοσίευμα των "ΝΕΩΝ", ο νεοκλεγείς Δήμαρχος Θεσσαλονίκης φέρεται να γνωστοποίησε ότι "ο δήμος θα καταργήσει τις δωροεπιταγές που δίνει στους απόρους και το ποσό αυτό θα πάει στην Εκκλησία ως αρμόδια για τη στήριξη των ατόμων αυτών" (βλ. εδώ).

Εάν η δήλωση μεταφέρεται με ακρίβεια στην εφημερίδα και εάν τελικά ληφθεί σχετική απόφαση, θα πρόκειται για ένα σοβαρό θεσμικό ατόπημα, από πολλές απόψεις.

Η Εκκλησία αποτελεί έναν ομολογιακό οργανισμό, η αποστολή του οποίου συνίσταται στην διευκόλυνση ενάσκησης του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας των προσώπων του συγκεκριμένου δόγματος . Το γεγονός ότι η ορθόδοξη Εκκλησία έχει αναπτύξει, στο πλαίσιο των διδαχών του χριστιανισμού, μια κοινωνική φιλανθρωπική δράση είναι γενικώς παραδεκτό. Ωστόσο, η λειτουργία της διέπεται από συγκεκριμένους ιερούς κανόνες, οι οποίοι αφορούν το ποίμνιο των ορθόδοξων χριστιανών κι όχι τον γενικό πληθυσμό.

Μια απόφαση του Δήμου Θεσσαλονίκης, κατά την οποία οι δικαιούχοι κοινωνικού επιδόματος απορίας θα πρέπει να διέλθουν από τη εκκλησιαστική διαδικασία/γραφειοκρατία της Μητρόπολης θα είναι αντίθετη στην θρησκευτική ελευθερία των τυχόν μη ορθόδοξων χριστιανών δικαιούχων. Ο Δήμος οφείλει να συγκροτεί διαδικασίες που θα εγγυώνται την πρόσβαση όλων σε αυτές, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Διότι μπορεί κάποιος άπορος που δεν είναι ορθόδοξος, να μην θέλει στην πραγματικότητα να διέλθει το κατώφλι της Μητρόπολης για να σιτιστεί. Δεν θα έχει όμως το δικαίωμα αυτής της επιλογής, εάν υποφέρει. Οπότε θα είναι υποχρεωμένος να χάσει κάθε συνειδησιακή αξιοπρέπεια, προκειμένου να ασκήσει ένα κοινωνικό του δικαίωμα, ώστε να επιβιώσει.

Όπως έχει δεχθεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στις δημόσιες διαδικασίες από τις οποίες υποχρεωτικά θα διέλθει ένας πολίτης (όπως τα δικαστήρια και τα σχολεία), το κράτος δεν θα πρέπει να προβάλλει ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα, αλλά να τηρεί στάση θρησκευτικής ουδετερότητας. Διαφορετικά, τα χρήματα των φορολογούμενων θα διατίθενται για την προώθηση μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής ομάδας κατά παράβαση της αρχής της ισότητας.

Σε δεύτερο επίπεδο, με μια τέτοια απόφαση ο Δήμος Θεσσαλονίκης ουσιαστικά θα χρηματοδοτήσει το φιλανθρωπικό έργο μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής οργάνωσης. Αυτό σημαίνει ότι η απόφαση για επιχορήγηση της Εκκλησίας, αυθαίρετα, χωρίς δημόσια πρόσκληση ενδιαφερομένων οργανώσεων, με "απ' ευθείας ανάθεση" και χωρίς αντίστοιχη επιχορήγηση φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων άλλων Εκκλησιών ή οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, θα συνιστά παράνομη ευνοϊκή διάκριση λόγω θρησκεύματος. Επομένως κι από την πλευρά της διοικητικής πρακτικής και της νομοθεσίας, θα είναι μία απόφαση που ενέχει στον πυρήνα της το στοιχείο της προτίμησης υπέρ μιας θρησκευτικής ομάδας κατ' αποκλεισμό όλων των υπόλοιπων ομάδων.

Σε ένα τρίτο επίπεδο, το σχέδιο "Καλλικράτης" προβλέπει μια σειρά θεσμικών λύσεων για την ενίσχυση της κοινωνικής δραστηριότητας των δήμων. Δεν είναι λοιπόν η Εκκλησία "αρμόδια για την στήριξη των ατόμων αυτών", αρμόδιος νομικά είναι ο Δήμος (και οι κεντρικές κρατικές αρχές). Η παράκαμψη όλων αυτών των νέων δυνατοτήτων και αρμοδιοτήτων, με την χρηματοδότηση της ορθόδοξης Εκκλησίας για την προώθηση του φιλανθρωπικού της έργου δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με το ανανεωτικό και εξορθολογιστικο πνεύμα του νομοθέτη του "Καλλικράτη".

Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο το πλαίσιο μέσα στο οποίο φέρεται ότι έγινε αυτή η δήλωση: η πρώτη συνάντηση του νέου Δημάρχου Θεσσαλονίκης με τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, οι προσωπικές σχέσεις των οποίων ήταν ιδιαίτερα τεταμένες κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Ενώ ο νέος Δήμαρχος ακολουθεί την καλλικρατική νομοθεσία για πολιτική ορκωμοσία της νέας δημοτικής αρχής, προσπαθεί να συμβιβάσει τα πράγματα με την Εκκλησία, καλώντας τον Μητροπολίτη για κοπή της "βασιλόπιτας". Μια διαδικασία που εντάσσεται στο πλαίσιο της παράδοσης και της εθιμοτυπίας, χωρίς κάποιες ουσιαστικές επιδράσεις στο θεσμικό πλαίσιο (όπως θα ήταν λ.χ. η ορκωμοσία με θρησκευτική τελετή που θα συνιστούσε καταστρατήγηση της διάταξης του Καλλικράτη). Το πλαίσιο της φερόμενη δήλωσης είναι λοιπόν μια προσπάθεια επικοινωνιακής προσέγγισης του Δημάρχου με την Εκκλησία. Η προσέγγιση αυτή είναι βέβαια μια θεμιτή προσπάθεια, αλλά είναι ανεπίτρεπτο για τις επικοινωνιακές ανάγκες του Δημάρχου να παραβιάζονται διατάξεις ευρωπαϊκού και συνταγματικού δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και διατάξεις που ορίζουν την διαχείριση των χρημάτων του δημοτικού ταμείου.

Εάν λοιπόν είναι ακριβής η μεταφορά της δήλωσης κι αν όντως ληφθεί τέτοια απόφαση, θα είναι άλλη μια απόδειξη ότι τα πολιτικά πρόσωπα (ανεξάρτητα ή κομματικώς "εξαρτημένα") διαχειρίζονται τα δημόσια πράγματα με γνώμονα τις πλειοψηφικές τάσεις και τις περιστασιακές συγκυρίες και σκοπιμότητες. Τα ατομικά δικαιώματα και ο σεβασμός των διαδικασιών πολύ συχνά αποτελούν συχνά "λεπτομέρειες" μειωμένης σημασίας, απέναντι στην πολιτική και επικοινωνιακή σκοπιμότητα. Γι' αυτές ακριβώς τις αποκλίσεις που ενέχει το πολιτικό παιχνίδι από την νομιμότητα, την διαφάνεια και την ίση μεταχείριση, θεσπίζονται οι αντι-πλειοψηφικοί θεσμοί (non-majoritarian institutions), οι οποίοι καλούνται να επαναφέρουν την ισορροπία με διορθωτικές παρεμβάσεις. Σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, ένας τέτοιος θεσμός είναι ο Συμπαραστάτης του Δημότη, ένα πρόσωπο με αρμοδιότητα να χειρίζεται ως ανεξάρτητος διαμεσολαβητής καταγγελίες θιγόμενων από δημοτικές υπηρεσίες (βλ. εδώ) καθώς και ο Ελεγκτής της Νομιμότητας, ένα πρόσωπο με αρμοδιότητα να εγκρίνει ή να απορρίπτει (με αποφασιστικό όμως λόγο) την νομιμότητα των αποφάσεων του δημοτικού συμβουλίου (βλ. εδώ).

Οι νέοι αντι-πλειοψηφικοί θεσμοί που προβλέπει ο Καλλικράτης, έχουν ως αποστολή να παρεμβαίνουν ακριβώς σε τέτοιες καταστάσεις αμεροληψίας των δημοτικών αρχών και παραβίασης ανθρώπινων δικαιωμάτων, επαναφέροντας την τάξη, πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες. Το ζητούμενο είναι να ανταποκριθούν σε αυτήν την αποστολή, εκπληρώνοντας με ουσιαστική ανεξάρτησία τα καθήκοντά τους.

Στην Αθήνα υπάρχει η ομάδα εργασίας για τον Συμπαραστάτη των Αθηναίων, με την οποία έχουμε ετοιμάσει σχετική πρόταση (βλ. εδώ και εδώ) για την αποτελεσματική οργάνωση και λειτουργία του θεσμού. Θα ήταν χρήσιμο και στην Θεσσαλονίκη να ξεκινήσει μια τέτοια πρωτοβουλία, ώστε οι νέοι ανεξάρτητοι θεσμοί να οργανωθούν με βάση τα αιτήματα και την ενεργοποίηση των πολιτών κι όχι από κομματικά και πολιτικά γραφεία.






Κυριακή, Δεκεμβρίου 19, 2010

To blog των στελεχών της δημοτικής αστυνομίας για τον Συμπαραστάτη

Στο blog στελεχών της Δημοτικής Αστυνομίας Αθήνας έχει αναρτηθεί ένα post για τον Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης στο Δήμο Αθηναίων. Το post ασχολείται με την πρόταση για τον Συμπαραστάτη των Αθηναίων που έχουμε καταθέσει εδώ και περίπου ένα μήνα (βλ. εδώ) και καταθέτει ορισμένες πολύ σημαντικές ιδέες για την οργάνωση του νέου θεσμού.

Ευχαριστούμε για αυτή την ανάρτηση και ήδη εξετάζουμε την ένταξη των ιδεών και των ενστάσεών σας στην τελική Πρόταση για τον Συμπαραστάτη των Αθηναίων.

Περιμένουμε τις προτάσεις και άλλων πολιτών κι εργαζομένων του Δήμου Αθηναίων και συνεχίζουμε τις συναντήσεις με θεσμικούς φορείς του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 16, 2010

Αξιολόγηση αποτελεσματικότητας της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων για το 2009

Μέσα από τα δημοσιευμένα στοιχεία για την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων το 2009, παρουσιάζονται οι πραγματικές προσδοκίες που μπορεί να έχει ο πολίτης από το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο.

Με το έγγραφο "Αξιολόγηση αποτελεσματικότητας της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων για το 2009" (βλ. εδώ) αναλύονται τα σχετικά στοιχεία με κριτήρια:

Α. Τήρηση προθεσμιών διεκπεραίωσης υποθέσεων,

Β. Αντιφατικότητα αποφάσεων,

Γ. Έλεγχος συνταγματικότητας και αμεσότητα εφαρμογής ευρωπαϊκού/διεθνούς δικαίου,

Δ. Αυτεπάγγελτες επεμβάσεις,

Ε. Βαρύτητα των κυρώσεων,

ΣΤ. Επικοινωνιακή πολιτική.

Το έγγραφο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Αρχή: "κατά το έτος 2009 είχε βελτιώσει με αργά βήματα την αποτελεσματικότητά της. Ωστόσο, τις κρίσιμες στιγμές, κατά τις οποίες οι γνωμοδοτήσεις της θα αποτελούσαν φραγμό για την εισαγωγή αντισυνταγματικών νομοθεσιών, η Αρχή δεν ήταν έτοιμη να ανταποκριθεί με την επιβαλλόμενη ταχύτητα στο ρόλο της. Αλλά και μετά την έκδοση των εν λόγω γνωμοδοτήσεων, η Αρχή δεν επέμεινε στην κατάργηση των αντισυνταγματικών νομοθετημάτων, ακόμη και μετά την κυβερνητική αλλαγή του 2009, όταν οι αρμόδιοι πολιτικοί είχαν εκφράσει – σε προγενέστερο στάδιο – την βούληση εφαρμογής των γνωμοδοτήσεων."

Το αντίστοιχο κείμενο για την αξιολόγηση του 2008 μπορείτε να κατεβάσετε εδώ.

Με το νέο έτος θα δημοσιευθεί και η αξιολόγηση αποτελεσματικότητας της Αρχής για το 2010.




Συνάντηση με τον Διευθυντή της Δημοτικής Αστυνομίας για τον "Συμπαραστάτη των Αθηναίων"

Σήμερα συναντήθηκα με τον κ. Κρασσά, Διευθυντή της Δημοτικής Αστυνομίας του Δήμου Αθηναίων, στο γραφείο του στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου.

Αντικείμενο της συνάντησης ήταν ο νέος θεσμός του "Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης" και η πρόταση της ομάδας εργασίας για την οργάνωση και λειτουργία του Συμπαραστάτη των Αθηναίων (βλ. εδώ).

Ενημέρωσα τον κ. Κρασσά για τις αρμοδιότητες που αναθέτει ο "Καλλικράτης" στο νέο θεσμό διαμεσολαβητικής επίλυσης διαφορών, δεδομένου ότι η Δημοτική Αστυνομία αποτελεί μια υπηρεσία του Δήμου, η οποία εμπίπτει στο πεδίο δράσης του Συμπαραστάτη. Στο πλαίσιο της συνάντησης του μετέφερα, ως κάτοικος του κέντρου, ορισμένα παράπονα που έχουμε από τη Δημοτική Αστυνομία, κυρίως ως προς το θέμα της παράνομης στάθμευσης.

Ο Διευθυντής άκουσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την προοπτική της λειτουργίας του Συμπαραστάτη και μου ανέφερε προβλήματα που αντιμετωπίζει η Δημοτική Αστυνομία. Του επισήμανα ότι ο Συμπαραστάτης έχει αρμοδιότητα και για τις δικές τους υποθέσεις, καθώς δεν υπάρχει αποκλεισμός για την μεσολάβηση σε υπηρεσιακά θέματα (όπως υπάρχει στην αρμοδιότητα του Συνηγόρου του Πολίτη, βλ. εδώ) κι ότι προτάσεις για επίλυση των προβλημάτων της Δημοτικής Αστυνομίας μπορούν να έρθουν με ειδική έκθεση του Συμπαραστάτη στο Δημοτικό Συμβούλιο.

Στο τέλος της συνάντησης, ο Διευθυντής εξέφρασε την υποστήριξή του στο νέο θεσμό και την πρόθεσή του να συνεργαστεί με τον Συμπαραστάτη για την βελτίωση της ποιότητας ζωής στον Δήμο Αθηναίων.

Ενημερωθείτε για τις εξελίξεις που αφορούν τον Συμπαραστάτη του Δημότη και της επιχείρησης, μέσω της σχετικής σελίδας στο facebook.



Τετάρτη, Δεκεμβρίου 15, 2010

Κωλύματα και ασυμβίβαστα του Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης

Ένα κρίσιμο ζήτημα για την επιτυχία και την αποτελεσματικότητα του Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης είναι η ανεξαρτησία του από τις δημοτικές αρχές. Ως δημοτικός διαμεσολαβητής, ο Συμπαραστάτης πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα ότι θα λειτουργεί με αμεροληψία και διαφάνεια, κι όχι ως προπέτασμα καπνού για την συγκάλυψη της κακοδιοίκησης, όπως έχει καταγγελθεί σε ορισμένες περιπτώσεις στο εξωτερικό (βλ. εδώ: ο Συμπαραστάτης του Δημότη σε πόλεις της Ευρώπης).

Ο Καλλικράτης προβλέπει στο άρθρο 77 ότι ως Συμπαραστάτης δεν μπορεί να εκλεγεί "αιρετός δήμου, περιφέρειας ή βουλευτής" και παραπέμπει στα κωλύματα και ασυμβίβαστα του άρθρου 14. Αυτό σημαίνει ότι ένας εκλεγμένος δημοτικός ή περιφερειακός σύμβουλος δεν μπορεί να θέσει υποψηφιότητα. Ακόμη κι αν ο σύμβουλος παραιτηθεί από την ιδιότητά του αυτή, εφόσον ανήκει σε δημοτική παράταξη που εκπροσωπείται στο δημοτικό συμβούλιο, δυσχερώς μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ιδιότητά του αυτή είναι συμβατή με την υποχρέωση ανεξαρτησίας απέναντι στις δημοτικές αρχές. Ένας παραιτηθείς δημοτικός σύμβουλος δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητος ως προς την δημοτική παράταξη με το ψηφοδέλτιο της οποίας εξελέγη. Εάν εκλεγεί τελικά και Συμπαραστάτης του Δημότη, υπάρχει ο κίνδυνος της σύγκρουσης συμφερόντος και του φαινομένου της σύγχυσης ελεγχομένου - ελεγκτή.

Τα ίδια ισχύουν και για τις κατηγορίες ασυμβίβαστων ιδιοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 14 του Καλλικράτη. Εξαίρεση αναγνωρίζεται από το ίδιο άρθρο για τους υπαλλήλους και διευθυντικά στελέχη του Δημοσίου, εφόσον έχουν παραιτηθεί εντός 18μήνου πριν από τη διενέργεια των δημοτικών εκλογών. Ειδικά για τις δημοτικές εκλογές του Νοεμβρίου 2010 ίσχυαν τα κωλύματα του άρθρου 29 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (βλ. εδώ).

Είναι σημαντικό, κατά την έναρξη της λειτουργίας αυτού του νέου χρήσιμου θεσμού να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των προσώπων. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ο Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης δεν αποτελεί άλλο ένα "αξίωμα", με την κλασική έννοια του όρου, αλλά μια πολύ σοβαρή αποστολή με οιονεί δικαιοδοτικές αρμοδιότητες. Γι' αυτό ο θεσμός δεν θα πρέπει να αξιοποιηθεί για την τακτοποίηση "ημετέρων", καθώς αυτό θα συνιστούσε καταστρατήγηση των διατάξεων του Καλλικράτη, αλλά και της ίδιας της αποστολής του θεσμού.

Στην Πρότασή μας για τον Συμπαραστάτη των Αθηναίων (βλ. εδώ), έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην ανεξαρτησία και την αμεροληψία του θεσμού, υπογραμμίζοντας και υποστηρίζοντας ιδιαίτερα την λειτουργία του σύμφωνα με τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας.




Τρίτη, Δεκεμβρίου 14, 2010

Αρχή Προστασίας Δεδομένων: Οδηγία για την προστασία δεδομένων στο πολιτικό marketing

Μετά από 5 ολόκληρα χρόνια απραξίας ως προς την έκδοση soft law Οδηγιών, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα αποφάσισε, κατόπιν εορτής (δηλαδή ένα μήνα μετά τις δημοτικές εκλογές) να εκδώσει μια Οδηγία για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο της άμεσης πολιτικής επικοινωνίας. Το πρόβλημα που κορυφώνεται κατά τη διάρκεια κάθε προεκλογικής περιόδου σχετίζεται με την αθέμιτη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από διαφημιστικές εταιρίες και υποψήφιους, οι οποίοι παρενοχλούν τους πολίτες με αποστολή SMS ή e-mail, χωρίς να τους έχουν εκ των προτέρων ενημερώσει για την πηγή άντλησης των στοιχείων τους και συνήθως χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση - όταν αυτή επιβάλλεται από τις περιστάσεις άντλησης των στοιχείων.

Την Οδηγία μπορείτε να κατεβάσετε από εδώ.

Στο πρώτο άρθρο υπάρχει μια σοβαρότατη αστοχία: οι διατάξεις της οδηγίας αφορούν την πολιτική επικοινωνία η οποία "πραγματοποιείται σε κάθε χρονική περίοδο, πέραν της προεκλογικής περιόδου". Με αυτή την ατυχή διατύπωση η Αρχή φαίνεται ότι εκτοπίζει ερμηνευτικά την εφαρμογή των διατάξεων από την πιο κρίσιμη περίοδο, στην οποία εκδηλώνονται οι εν λόγω παραβιάσεις: την προεκλογική περίοδο! Ωστόσο, από την οικονομία των διατάξεων φαίνεται ότι η εν λογω αστοχία είναι μόνο φραστική κι ότι οι συντάκτες της Οδηγίας ήθελαν να πουν ότι οι διατάξεις εφαρμόζονται τόσο στην προεκλογική περίοδο, όσο και σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή. Αυτό όμως θα πρέπει να διευκρινιστεί από την ίδια την Αρχή, για να μην υπάρξουν παρανοήσεις και τελικά επιτευχθεί το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο.

Στο ίδιο άρθρο όμως, διατυπώνεται μια ξεκάθαρη εξαίρεση: δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας η επικοινωνία που επιδιώκεται από φορείς όπως οι επαγγελματικοί σύλλογοι και οι συνδικαλιστικές ενώσεις. Ενώ και σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να γίνονται σεβαστά τα προσωπικά δεδομένα, η Αρχή για ακατανόητους λόγους εξαιρεί αυτά τα πολιτικά υποκείμενα από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας!

Γενικά, η Οδηγία αφορά μόνο υποψήφιους βουλευτές, ευρωβουλευτές, αιρετούς της τοπικής αυτοδιοίκησης και τα αντίστοιχα πολιτικά κόμματα και παρατάξεις. Έτσι όμως μένουν εκτός πεδίου εφαρμογής πολλές άλλες ακόμη περιπτώσεις άμεσης πολιτικής επικοινωνίας. Ένα παράδειγμα είναι οι υποψήφιοι σύμβουλοι και πρόεδροι των Δικηγορικών Συλλόγων, περιπτώσεις στις οποίες κατά κόρον χρησιμοποιούνται SMS. Eίναι ακατανόητο για ποιο λόγο η Αρχή άφησε εκτός του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας αυτές τις περιπτώσεις, ενώ εμπίπτουν στις ίδιες ακριβώς νομικές διατάξεις.


Στο άρθρο 2, η Αρχή δέχεται ότι για σκοπούς πολιτικής επικοινωνίας μπορούν να τύχουν επεξεργασίας όχι μόνο απλά προσωπικά δεδομένα, αλλά και ευαίσθητα, "όπως πολιτικά φρονήματα, δεδομένα σχετικά με την υγεία, λ.χ. δεδομένα ατόμων με ειδικές ανάγκες". Πέρα από την χρήση εσφαλμένης ορολογίας (ο σωστός όρος είναι "άτομα με αναπηρία"), η Αρχή εδώ ανοίγει ένα τεράστιο παραθυράκι με μεγάλους κινδύνους για το φακέλωμα των πολιτικών πεποιθήσεων κι άλλων σοβαρών πληροφοριών της ιδιωτικής ζωής του ατόμου. Βέβαια αναφέρει σε άλλη διάταξη ότι για την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων απαιτείται η άδεια της Αρχής, η οποία όμως, ειδικά για τα ευαίσθητα δεδομένα μόνο με βάση τη συγκατάθεση θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί (άρθρο 7 παρ. 2 (α) Ν.2472/1997), πράγμα που η Αρχή αποφεύγει να επισημάνει στην Οδηγία της.

Σημειωτέον ότι η έκδοση της Οδηγίας δεν απαλλάσσει την Αρχή από την αρμοδιότητά της για επιβολή των προβλεπόμενων από το άρθρο 21 του Ν.2472/1997 κυρώσεων στους παραβάτες που απέστειλαν άμεσα προεκλογικό υλικό χωρίς να τηρήσουν τους όρους που ήδη προβλέπονται από το νόμο.

Aρχή Προστασίας Δεδομένων: η φορο-κάρτα πρέπει να εισαχθεί με νόμο

Κατόπιν σχετικού αιτήματος της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα εξέδωσε την γνωμοδότηση 4/2010 (βλ. εδώ), με την οποία αξιολογεί από νομικής απόψεως το σχεδιαζόμενο σύστημα συλλογής αποδείξεων για την εφορία μέσω κάρτας που θα μπορούν να έχουν οι πολίτες.

Η Αρχή υποστηρίζει ότι αυτή η προαιρετική εφαρμογή που παρέχεται στους πολίτες (για να μην προσκομίζουν μία-μία τις αποδείξεις) θα πρέπει να εισαχθεί με νομοθετική διάταξη κι όχι με μια υπουργική απόφαση. Δηλαδή η Αρχή εισηγείται τη θέσπιση άλλου ενός νομοθετήματος, ειδικά για το θέμα της "φορο-κάρτας". Ας δούμε την θεμελίωση αυτής της θέσης, με βάση το κείμενο της γνωμοδότησης:

"Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων των φορολογουμένων από δημόσια αρχή λειτουργεί και αναπτύσσει τις συνέπειές της στο πλαίσιο του κράτους δικαίου και της αρχής της νομιμότητας. Όπως παγίως γίνεται δεκτό, η αρχή της νομιμότητας λειτουργεί ως περιοριστικό όριο της διοικητικής δράσης, ή, με αντίστροφο συλλογισμό, η διοικητική ενέργεια πρέπει να είναι σύμφωνη προς τον κανόνα δικαίου που διέπει τη δράση της διοίκησης. Στην προκειμένη περίπτωση, το ισχύον άρθρο 9 του ν. 2238/1994, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του ν. 3842/2010, το οποίο ορίζει ότι «…Το αφορολόγητο ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ ισχύει, εφόσον ο φορολογούμενος προσκομίσει αποδείξεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων για δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών, τις οποίες πραγματοποιεί ο ίδιος, η σύζυγός του και τα τέκνα που τους βαρύνουν…» δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής νομική βάση για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων μέσω της κάρτας αποδείξεων, όπως αυτή περιγράφεται στο ιστορικό της παρούσας γνωμοδότησης, καθώς πρόκειται για μία διαφορετικής «έντασης» επεξεργασία από αυτήν που συνεπάγεται η προσκόμιση των αποδείξεων στην αρμόδια φορολογική αρχή (δημιουργία κεντρικής βάσης δεδομένων, μεγαλύτερος χρόνος τήρησης των δεδομένων, διαμεσολάβηση τρίτων μερών – των τραπεζών).

Νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος απαιτείται και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι, σύμφωνα με τις προτάσεις της Γενικής Γραμματείας, πρόκειται για εναλλακτικό και προαιρετικό σύστημα καταγραφής αποδείξεων, υπό την έννοια ότι η μη χρήση του δεν συνεπάγεται δυσμενείς έννομες συνέπειες. Ως εκ τούτου, προκειμένου οι φορολογούμενοι να παρέχουν την ελεύθερη, ρητή και ειδική συγκατάθεσή τους (άρθρο 2 στοιχ. ια΄ του ν. 2472/1997) για τη συγκεκριμένη επεξεργασία, απαιτείται να έχουν προηγουμένως ενημερωθεί για τα βασικά στοιχεία αυτής.

Κατά συνέπεια είναι απαραίτητο η σκοπούμενη επεξεργασία να προβλεφθεί σε νομοθετική διάταξη, η οποία θα αναφέρει τα βασικά χαρακτηριστικά της επεξεργασίας, δηλαδή τον υπεύθυνο επεξεργασίας, το σκοπό αυτής, τα δεδομένα τα οποία θα τύχουν επεξεργασίας καθώς και τους αποδέκτες αυτών. Με νομοθετική εξουσιοδότηση επιτρέπεται να ανατεθεί στον κανονιστικό νομοθέτη η ρύθμιση ειδικότερων, τεχνικών ή λεπτομερειακών θεμάτων, όπως ο σχεδιασμός του συγκεκριμένου συστήματος (δηλαδή οι τεχνικές προδιαγραφές των απαιτούμενων για τη λειτουργία του εναλλακτικού τρόπου καταγραφής στοιχείων αποδείξεων εφαρμογών, τα εν γένει οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια της επεξεργασίας των δεδομένων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια)."


Δεν είναι τυχαίο ότι η Αρχή αποφεύγει να μνημονεύσει την συγκεκριμένη νομοθετική ή συνταγματική διάταξη που θα επέβαλε την νομοθετική εισαγωγή της "φορο-κάρτας", αλλά επικαλείται αόριστα την γενική αρχή της νομιμότητας που διέπει το διοικητικό δίκαιο. Ιδίως η Αρχή παραλείπει κάθε αναφορά στο άρθρο 5 του Ν.2472/1997, που προβλέπει έξι εναλλακτικές νομικές βάσεις στις οποίες θα μπορεί να θεμελιωθεί η νομιμότητα της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων:


(α) συγκατάθεση του υποκειμένου

(β) εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης

(γ) εκπλήρωση νομικής υποχρέωσης

(δ) ζωτικό συμφέρον του υποκειμένου που δεν μπορεί να συγκατατεθεί

(ε) εκτέλεση έργου δημόσιας αρχής

(στ) έννομο συμφέρον που υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων του υποκειμένου.


Από όλες αυτές τις εναλλακτικές νομικές βάσεις, μόνο το (γ) απαιτεί την ύπαρξη νόμου που προβλέπει την επεξεργασία. Μια προαιρετική εφαρμογή όπως η δυνατότητα του πολίτη να λάβει τη φορο-κάρτα, μπορεί να βασιστεί με 100% νομιμότητα στην συγκατάθεση του υποκειμένου, δηλαδή στο (α).


Όλες οι υπόλοιπες προϋποθέσεις ενημέρωσης που αναφέρει η Αρχή στην παραπάνω γνωμοδότηση, μπορούν να εκπληρωθούν στο ακέραιο με αναλυτικότερες διατάξεις της υπουργικής απόφασης που προβλέπει την φορο-κάρτα: το άρθρο 11 του Ν.2472/1997 προβλέπει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να ενημερώσει τα υποκείμενα των δεδομένων "με τρόπο πρόσφορο και σαφή", χωρίς βέβαια να επιβάλλεται η ... νομοθέτηση ως ο μόνος πρόσφορος και σαφής τροπος ενημέρωσης. Η διαφάνεια των επεξεργασιών μπορεί να τηρηθεί και με ευρύτατες καταχωρήσεις στον Τύπο, αλλά και με απλή αναφορά όλων των παραπάνω στοιχείων στο κείμενο της υπουργικής απόφασης.


Συνεπώς, η Αρχή δεν έχει θεμελιώσει νομικά την αναγκαιότητα της εισαγωγής της "κάρτας" μενομοθετική διάταξη και γι' αυτό η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και το Υπουργείο δεν έχουν κανέναν λόγο να ακολουθήσουν αυτήν την επιβαρυντική, χρονοβόρα, περιττή και δαπανηρή διαδικασία της κοινοβουλευτικής οδού που θα διατάρασσε και τον σχετικό νομοθετικό προγραμματισμό. Η γνωμοδότηση της Αρχής ούτως ή άλλως δεν είναι τυπικά δεσμευτική, αλλά και επί της ουσίας δεν περιέχει απολύτως κανένα επιστημονικό ή κανονιστικό επιχείρημα που θα επέβαλε την νομοθετική εισαγωγή της κάρτας. Απλώς η Αρχή θεωρεί ότι αυτό θα ήταν "σωστό", χωρίς να μπορεί να πείσει ότι είναι και "επιβεβλημένο". Κάπως έτσι λοιπόν η γνωμοδότηση απεκδύεται και της όποιας ουσιαστικής/εσωτερικής δεσμευτικότητας θα έπρεπε θα ενέχει η ειδική γνώμη μιας ανεξάρτητης Αρχής. Και κάπως έτσι οι ανεξάρτητες αρχές χάνουν τελικά την ουσιαστική νομιμοποίησή τους: δεν θεσπίστηκαν για να λένε την προσωπική τους γνώμη, αλλά για να αξιολογούν τις επερχόμενες ρυθμίσεις με γνώμονα το ισχύον θεσμικό πλαίσιο. Διότι, στην δημοκρατία η αυθεντία ερείδεται στην τεκμηρίωση κι όχι στην επιβολή.


Ως προς τις υπόλοιπες όμως παρατηρήσεις, η Γνωμοδότηση είναι εύστοχη, ιδίως ως προς τον τεχνικό περιορισμό κινδύνων διαρροής των στοιχείων: η λύση της έξυπνης κάρτας είναι σίγουρα πιο ακριβή, αλλά σχεδόν εκμηδενίζει τον κίνδυνο, τουλάχιστον ως προς τα αρχεία του δημοσίου.



Σάββατο, Δεκεμβρίου 11, 2010

O Συμπαραστάτης του Δημότη σε πόλεις της Ευρώπης


Ο νέος θεσμός του Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης που εισάγεται με τον "Καλλικράτη" σε δήμους άνω των 20.000 κατοίκων (βλ. εδώ), έχει μια αξιόλογη προϊστορία σε χώρες της δυτικής αλλά και της ανατολικής Ευρώπης. Ας σημειώσουμε ότι στις δυτικές χώρες δεν έχουν φοβηθεί να χρησιμοποιήσουν ευθέως τον όρο Ombudsman/ombudswoman, δηλαδή τον αντίστοιχο όρο του "Συνηγόρου του Πολίτη", ο οποίος αν και παραπλανητικός κι έμφυλος (όλοι άντρες είναι;), αποφεύχθηκε επιμελώς στον "Καλλικράτη", αν και στο προσχέδιο νόμου ο θεσμός αναφερόταν ως "Συνήγορος του Δημότη".

Στοιχεία από την λειτουργία αυτών των ευρωπαϊκών Συνηγόρων του Δημότη έχουν ενταχθεί στην Πρόταση που έχει δημοσιοποιήσει η ομάδα εργασίας μας για τον "Συμπαραστάτη των Αθηναίων" (βλ. εδώ).

Στην Βουλγαρία, από το 1998 υπάρχει ο αντίστοιχος θεσμός σε επίπεδο δήμου. Το 2001, το δημοτικό συμβούλιο της Σόφιας αποφάσισε την ίδρυση του Δημοτικού Μεσολαβητή για το Κοινό και ψήφισε τον κανονισμό λειτουργίας και αρμοδιοτήτων του. Αρχικά ο θεσμός ιδρύθηκε με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, αναμένοντας την νομοθετική του επικύρωση από το Κοινοβούλιο (που ήλθε το 2004). Σε αυτό το πειραματικό στάδιο, η θητεία ορίστηκε διετής και αποκλείσθηκε η δυνατότητα ανανέωσης της για πέρα από μία ακόμη φορά. Αποστολή του Δημοτικού Μεσολαβητή είναι η εξέταση καταγγελιών που υποβάλλουν φυσικά πρόσωπα, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους, καθώς και νομικά πρόσωπα και οργανισμοί, εναντίον παράνομων και παράλογων πράξεων των δημοτικών αρχών, παραβιάσεων δικαιωμάτων, καταστρατήγησης διαδικασιών, αδικιών, καθυστερήσεων, προσβολής της αξιοπρέπειας των πολιτών. Με μια λέξη: εναντίον της κακοδιοίκησης (βλ. E-Lawyer: τι είναι κακοδιοίκηση;) Επιπλέον όμως, ο Δημοτικός Μεσολαβητής έχει κι εξουσίες εκπροσώπησης των πολιτών ενώπιον των δικαστηρίων και δημόσιων αρχών, μια αρμοδιότητα που δεν προβλέπεται για τον Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης. (Πηγή: εδώ). Τον Απρίλιο του 2008, ο Δήμος Σόφιας κήρυξε την έναρξη προεκλογικής περιόδου για την εκλογή του Δημοτικού Μεσολαβητή, με προσόντα εκλογιμότητας αντίστοιχα με αυτά για τους υποψήφιους δημοτικούς συμβούλους (βλ. εδώ). O θεσμός λειτουργεί σε πάνω από 10 πόλεις της Βουλγαρίας (βλ. εδώ κατάλογο Δημοτικών Μεσολαβητών).

Σε πόλεις της Ολλανδίας ο θεσμός λειτουργεί με πολύ καλή διαδικτυακή παρουσία. Ο Συνήγορος του Δημότη στο Άμστερνταμ (με αρμοδιότητα και για άλλες ολλανδικές κοινότητες), καλεί τους δημότες να υποβάλλουν την καταγγελία τους διαδικτυακά και δημοσιεύει τα πορίσματα στην ιστοσελίδα του, φυσικά με απάλειψη των προσωπικών δεδομένων (βλ. εδώ την ιστοσελίδα στην Αγγλική έκδοση). Η οργάνωση του γραφείου του Συνηγόρου του Δημότη αποτελείται από ένα front office κι ένα back office. Στο front office εργάζονται τα άτομα που συλλέγουν καταγγελίες σε γραπτή, τηλεφωνική, τηλεομοιοτυπική μορφή ή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Πρόκειται για το γραφείο το οποίο έρχεται σε επαφή με το κοινό. Στο back office απασχολούνται δέκα άτομα, τα οποία εξετάζουν τις καταγγελίες και οργανώνουν την διαμεσολάβηση με τις δημοτικές υπηρεσίες, για την επίλυση των παραπόνων. Αυτά τα άτομα επισκέπτονται τις δημοτικές υπηρεσίες για την εξεύρεση λύσεων στα προβλήματα που έχουν καταγγελθεί (βλ. εδώ την οργάνωση του γραφείου του Συνηγόρου του Δημότη). Αυτή η οργανωτική δομή έχει ακλουθηθεί και στην πρόταση για τον "Συμπαραστάτη των Αθηναίων" (βλ. εδώ). Αντίστοιχος θεσμός λειτουργεί στη Χάγη (βλ. εδώ) και στην Ουτρέχτη (βλ. εδώ).

Στην Ιταλία, σε κάθε περιφέρεια, πόλη και περιοχή υπάρχουν τοπικοί μεσολαβητές διοίκησης, οι Difensori civici regionali. (βλ. λ.χ. εδώ την Συνήγορο στην Τοσκάνη). Δεν υπάρχει όμως Συνήγορος του Πολίτη σε εθνικό επίπεδο.

Στην Αγγλία υπάρχει ο θεσμός του Local Gonvernment Ombudsman (βλ. εδώ). Μεγάλες πόλεις - περιοχές υπάγονται στην διαμεσολαβητική αρμοδιότητα τριών προσώπων - ombudspersons. Δεν υπάρχει δηλαδή ένας για κάθε πόλη, αλλά μια επιτροπή με αρμοδιότητα διαμεσολάβησης για δημοτικά - περιφερειακά θέματα στην Αγγλία. Ο θεσμός έχει δεχθεί έντονη κριτική: τα 2/3 των προσφευγόντων είναι δυσαρεστημένο και υπάρχουν κατηγορίες για συγκάλυψη παρανομιών από τους τοπικούς συνηγόρους και αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας τους απέναντι στα δημοτικά συμβούλια. Και αδιαφάνεια: το 2004-2005 υπήρξε δημοσιοποίηση πορισμάτων μόλις επί του 1.71% των υποθέσεων που χειρίστηκαν οι συνήγοροι Στο 25,29% των υποθέσεων, υπήρξε "κλείσιμο" και ικανοποίηση κατά την κρίση των συνηγόρων, και των καταγγελλόντων. Η υπηρεσία του Local Gonvernment Ombudsman όμως αναφέρει ότι μόνο το 1% των συστάσεών του δεν ακολουθείται από τα δημοτικά συμβούλια! (βλ. εδώ κριτική στην Wikipedia). Αυτές είναι σοβαρές παθογένειες, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν με θεσμικό τρόπο εξ αρχής. Γι' αυτό κι εμείς στην πρότασή μας για τον "Συμπαραστάτη των Αθηναίων" θεωρούμε ότι κάθε πόρισμα πρέπει να δίνεται στη δημοσιότητα (βλ. εδώ).

Η οργάνωση του Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης σε όλους τους δήμους του "Καλλικράτη" θα πρέπει λοιπόν να γίνει λαμβανομένων υπόψη των βέλτιστων πρακτικών που ακολουθούνται εδώ και χρόνια από τους αντίστοιχους θεσμούς σε άλλες χώρες. Μην αρκεστούμε δηλαδή στο minimum που προβλέπει ο Καλλικράτης, αλλά να επιδιώξουμε το maximum, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις.

Ταυτόχρονα, θα πρέπει αυτή η οργάνωση να αποφεύγει τα καταγεγραμμένα προβλήματα που καθιστούν αναποτελεσματικό το θεσμό, όπως η έλλειψη ανεξαρτησίας του Συμπαραστάτη (όπως θα συμβαίνει εάν πρόκειται για πρώην δημοτικό υπάλληλο ή πρόσωπο με στενή σχέση με τις δημοτικές αρχές), αλλά και η έλλειψη αδιαφάνειας (όπως όταν αποκρύπτονται τα πορίσματα από την κοινή γνώμη).








Πέμπτη, Δεκεμβρίου 09, 2010

Συνάντηση με Γ.Αμυρά για τον "Συμπαραστάτη των Αθηναίων"

Σήμερα το απόγευμα συναντηθήκαμε με τον επικεφαλής του δημοτικού συνδυασμού "Επιμένουμε Αθήνα" και νέο δημοτικό σύμβουλο κ. Γιώργο Αμυρά, τρία μέλη της ομάδας εργασίας για τον "Συμπαραστάτη των Αθηναίων" (Έρα Αρχοντάκη, Χρήστος Γραμματίδης και Βασίλης Σωτηρόπουλος).

Ο κ. Αμυράς ήταν ενήμερος για την πρότασή μας και έδωσε και ο ίδιος ιδέες για την αποτελεσματική δράση του Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχειρησης του Δήμου Αθηναίων. Συμφώνησε με τον βασικό άξονα της πρότασής μας για αμεσότητα των παρεμβάσεων του Συμπαραστάτη, ώστε να μην υποβαθμιστεί σε έναν γραφειοκρατικό οργανισμό, και μας ενημέρωσε για τις πρωτοβουλίες της δικής του ομάδας για ακτιβιστικές δράσεις διεκδίκησης του δημόσιου χώρου και δημιουργίας "κεκτημένων" για τους δημότες της Αθήνας.

Οι προτάσεις του όσον αφορά τον Συμπαραστάτη θα ενταχθούν στο τελικό κείμενο της πρότασής μας, η οποία θα προωθηθεί και στο δημοτικό συμβούλιο.

Εδώ μπορείτε να δείτε την πρόταση όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι και χθες (5ο draft), εδώ μπορείτε να επισκεφθείτε το blog της πρότασης κι εδώ μπορείτε να δηλώσετε την υποστήριξή σας στο facebook.


Ποιος επιλέγει τον Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης

Παρακολουθώντας τις εξελίξεις σε διάφορες πόλεις, για την επιλογή του Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης, διαπιστώνει κανείς να καταγγέλλονται παρασκηνιακές συμφωνίες, προώθηση "ημετέρων", υποστήριξη πρώην ανθυποψηφίων και διάφορες τέτοιες αδιαφανείς καταστάσεις. Τα φαινόμενα αυτά επισημαίνονται από διάφορα blogs, στα οποία τελικά παρουσιάζεται ότι αυτός που αποφασίζει για το πρόσωπο που θα επιλεγεί ως Συμπαραστάτης είναι ο Δήμαρχος. Αυτό είναι ήδη μια πρώτη στρεβλή εφαρμογή του "Καλλικράτη".

Ο Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης δεν επιλέγεται από τον Δήμαρχο. Εκλέγεται από το δημοτικό συμβούλιο και μάλιστα με την αυξημένη πλειοψηφία των 2/3. Η ψηφοφορία που διενεργείται στο δημοτικό συμβούλιο είναι μυστική, ώστε να διασφαλιστεί η πραγματική γνώμη των εκλεκτόρων απέναντι στις υποψηφιότητες για τη θέση του Συμπαραστάτη. Ο ίδιος ο Καλλικράτης λοιπόν δημιουργεί εγγυήσεις για να αποτραπεί η "κομματική πειθαρχία" όσον αφορά την επιλογή του προσώπου του Συμπαραστάτη. Ακριβώς, επειδή ο Συμπαραστάτης δεν επιτρέπεται να είναι ένα "αρεστό" πρόσωπο, δηλαδή δεν πρέπει να επιλέγεται με κριτήριο την σχέση του με την Δημοτική Αρχή, αντιθέτως, πρέπει να είναι ένα πρόσωπο απόλυτα ανεξάρτητο από τα πολιτικά "παιχνίδια" που υπάρχουν στο Δήμο. Γιατί διαφορετικά θα είχαμε ταύτιση ελέγχοντος και ελεγχομένου.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο αρχικό σχέδιο του "Καλλικράτη" που έδωσε η Κυβέρνηση σε δημόσια διαβούλευση, ως Συμπαραστάτης ("Συνήγορος του Δημότη") οριζόταν ένας από τους δημοτικούς συμβούλους! Ύστερα από έντονες αντιρρήσεις του κοινού που σχολιάζει στο opengov.gr διαπιστώθηκε ότι μια τέτοια επιλογή θα ήταν εξ αρχής αντι-λειτουργική, αφού θα ταυτιζόταν ο ελέγχων με τον ελεγχόμενο. Τελικά στο σχέδιο του "Καλλικράτη" που ψηφίστηκε από τη Βουλή, η αντίρρηση αυτή θεσπίστηκε νομοθετικά κι έτσι Συμπαραστάτης δεν μπορεί να εκλεγεί κάποιο αιρετό πρόσωπο. Πρόκειται για μια διάταξη που ενισχύει τον ανεξάρτητο χαρακτήρα του θεσμού κι αυτό πρέπει να γίνει ιδιαίτερα σεβαστό από τα δημοτικά συμβούλια, καθώς απηχεί την γενικότερη επιλογή της κοινωνίας: ο Συμπαραστάτης δεν πρέπει να έχει καμία απολύτως προηγούμενη σχέση με τον Δήμαρχο και την "κυβερνώσα" δημαρχιακή παράταξη.

Προκειμένου να τηρηθούν οι όροι ανεξαρτησίας για την επιλογή του κατάλληλου προσώπου για την αποστολή του Συμπαραστάτη, ιδιαίτερο ρόλο έχει η παρακολούθηση των σχετικών διαδικασιών από τα μέσα ενημέρωσης και κυρίως από την Κοινωνία των Πολιτών. Τα ίδια τα τοπικά μέσα ενημέρωσης, αλλά και τα blogs που ασχολούνται με ζητήματα τοπικής αυτοδιοίκησης θα πρέπει να τονίζουν ότι τον Συμπαραστάτη δεν τον διορίζει ο Δήμαρχος, αλλά αντίθετα, τον εκλέγει το δημοτικό συμβούλιο με αυξημένη πλειοψηφία και μυστική ψήφο. Είναι ένα από τα ελάχιστα θέματα, στα οποία η Αντιπολίτευση έχει αποφασιστικό λόγο.

Διότι δεν θα πρέπει να "νομιμοποιηθούν" καταστάσεις που στρεβλώνουν τον Καλλικράτη, όπως "νομιμοποιήθηκαν" καταστάσεις που στρέβλωσαν συνταγματικές διαδικασίες ευνοώντας το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα στην κεντρική πολιτική σκηνή.


Τετάρτη, Δεκεμβρίου 08, 2010

Νέο draft της Πρότασης για τον Συμπαραστάτη των Αθηναίων


Ύστερα από νέο input που προέκυψε από επεξεργασία στοιχείων, αλλά και από συζητήσεις, επικαιροποιήσαμε την Πρόταση για τον Συμπαραστάτη των Αθηναίων.

Μπορείτε να κατεβάσετε το νέο .pdf εδώ , να επισκεφθείτε το blog εδώ και να υποστηρίξετε την Πρόταση στο facebook εδώ.

Η διαμόρφωση της τελικής πρότασης συνεχίζεται.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 06, 2010

Απίστευτη ταλαιπωρία μάνας Ρομά και νεογέννητου παιδιού της

Από το blog της Hellenic Action for Human Rights πληροφορούμαστε για μια απίστευτη ταλαιπωρία στην οποία έχει υποβληθεί μία μητέρα Ρομά από την Αλβανία που διεκδικεί το παιδί της με την υποστήριξη της εν λόγω ΜΚΟ που παλεύει να κινητοποιήσει θεσμούς όπως την Εισαγγελία και τον Συνήγορο του Πολίτη (Κύκλος δικαιωμάτων του παιδιού), με ελάχιστη δυστυχώς ουσιαστική ανταπόκριση.

Το θέμα απασχόλησε και τον Tύπο, σε σχετικό άρθρο της κ. Κατερίνας ΚΑΤΗ στην "Ε" (βλ. εδώ).

Το πιο εξωφρενικό είναι η άρνηση για εξέταση DNA του παιδιού, αλλά και η μάλλον γραφειοκρατική αντιμετώπιση του θέματος από τις αρμόδιες αρχές.

Πρέπει να αντιληφθούμε ότι η ουσιαστική εφαρμογή των ανθρώπινων δικαιωμάτων προϋποθέτει προσωπική εμπλοκή και κινητοποίηση για κάθε μεμονωμένη περίπτωση. Δεν αρκεί η ψυχρή εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων, ειδικά όταν πρόκειται για τόσο ευπαθείς ομάδες όπως οι Ρομά που υφίστανται πολλαπλά επίπεδα αποκλεισμού (φυλετικό, οικονομικό, κοινωνικό). Αναρωτιέμαι εάν οι υπεύθυνοι για την αναζήτηση νομικών λύσεων στο εν λόγω πρόβλημα ήρθαν σε προσωπική επικοινωνία με τη μητέρα, εάν πραγματοποίησαν τις επιβαλλόμενες αυτοψίες κι αν πρότειναν τελικά κάποια εναλλακτική δυνατότητα, πριν αποφασίσουν τις "απορρίψεις" και τις "αρχειοθετήσεις" των αιτημάτων που αφορούν την υπόθεση. Εάν δηλαδή αξιοποίησαν όλες τις θεσμικές δυνατότητες που τους παρέχει το νομικό πλαίσιο, αλλά και η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση των αρμόδιων, γεγονός που καταδεικνύεται από την δήλωση της προέδρου της ΜΚΟ, η οποία δεν το έχει βάλει κάτω, παρά τις αντίξοες θεσμικές αντιδράσεις.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 05, 2010

Και οι δικαστές έχουν ιδιωτική ζωή

Σε δημοσίευμα εφημερίδας που έχει αναρτηθεί και στο Διαδίκτυο αναγράφεται το ονοματεπώνυμο δικαστικής λειτουργού του εφετείου Αθηνών, στην οποία αποδίδεται η δημιουργία ενός ιστολογίου, στο οποίο αναρτούσε αντισημιτικά σχόλια, ενώ η ίδια μετείχε στη σύνθεση δικαστηρίου που εκδίκαζε υπόθεση παραβίασης της αντιρατσιστικής νομοθεσίας (ν.927/1979). Ωστόσο, από το συγκεκριμένο ρεπορτάζ, προκύπτει ότι η εφέτης δεν είχε αναφέρει την δικαστική της ιδιότητα, ούτε όμως και το ονοματεπώνυμό της στο ιστολόγιο. Η εφημερίδα αναφέρει ότι τα στοιχεία αυτά που την ταυτοποιούν περιέχονται σε υπόμνημα- αναφορά που έχει καταθέσει μια δικηγόρος εναντίον της εφέτη, επειδή στο ιστολόγιο εφέρετο να προσβάλλει την δικηγόρο και τον πατέρα της. Ως στοιχεία ταυτοποίησης το ρεπορτάζ, επικαλείται κάποια θολή φωτογραφία της δικαστικού κι εμμέσως το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε, το οποίο θυμίζει μεταγραφή στοιχείων του ονόματός της στα αγγλικά.

Με την υπόθεση αυτή τίθενται μια σειρά από άκρως ενδιαφέροντα νομικά ζητήματα που αφορούν την ελευθερία της έκφρασης, το ποινικό αδίκημα του ρατσιστικού λόγου, αλλά και την προστασία της ιδιωτικότητας των δημόσιων λειτουργών.

Θα σημειώσω πρώτα ότι όσα διαβάζουμε σ΄εκείνο το ρεπορτάζ έρχονται πολύ κοντά στην προσβολή ομάδας προσώπων λόγω της φυλετικής/εθνικής τους καταγωγής, το ποινικό αδίκημα που προβλέπεται από το ν.927/1979. Βέβαια η εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου παραμένει άκρως αμφίβολη, ιδίως μετά την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου στη γνωστή υπόθεση του βιβλίου "Εβραίοι όλη η αλήθεια". Ωστόσο, σε εκείνη την υπόθεση η αθώωση οφείλεται μάλλον στο ότι το βιβλίο θεωρήθηκε επιστημονικό σύγγραμμα, προστατευόμενο από την συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία της έρευνας και της επιστήμης. Οπότε στη συγκεκριμένη υπόθεση των ρατσιστικών σχολίων στο ιστολόγιο, μάλλον εκλείπει το συγκεκριμένο επιχείρημα της ιστορικής έρευνας, εάν όντως υπάρχουν εκφράσεις όπως "κωλοεβραίοι".

Το δεύτερο πολύ σημαντικό ζήτημα είναι η ταυτοποίηση του φερόμενου ως δράστη, την στιγμή που δεν έχει διενεργηθεί άρση του απορρήτου, η οποία δεν προβλέπεται για προσβολές κατά της τιμής και για την αντιραστιστική νομοθεσία. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, υπάρχει κάποια θολή φωτογραφία και κάποια αντιστοιχία του ονόματος της δικαστικού με το ψευδώνυμό της. Σύμφωνα με την απόφαση 44/2008 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης (βλ. εδώ), η ύπαρξη ενός αναγνωριστικού στοιχείου (όπως το όνομα) σε ένα κατά τ' άλλα ανώνυμο ή ψευδώνυμο ιστολόγιο δεν αρκεί για να αποδοθούν τα κείμενα που έχουν αναρτηθεί εκεί στο πρόσωπο που προσωπικά δεδομένα του υπάρχουν στο ιστολόγιο.

Έπειτα, οι ονομαστικές πληροφορίες που δημοσιοποιεί η εφημερίδα φέρονται να προέρχονται μάλλον από το υπόμνημα που έχει υποβάλλει η δικηγόρος, δηλαδή από ένα έγγραφο που καλύπτεται από τη μυστικότητα της ποινικής προδικασίας. Η μυστικότητα αυτή κατά τη γνώμη μου δεν εξυπηρετείται όταν τόσα στοιχεία της προδικασίας δίνονται στη δημοσιότητα. Εφόσον η υπόθεση έχει ήδη αχθεί στη Δικαιοσύνη, η εμπλοκή ενός μέσου ενημέρωσης χωρίς την τήρηση ίσων αποστάσεων και με πλήρη υποστήριξη της κατηγορούμενης πράξης χωρίς την παράθεση της τυχόν αντίθετης άποψης βρίσκεται σε σχέση έντασης προς το τεκμήριο της αθωότητας (δεδομένου ότι ο ρατσιστικός λόγος είναι ποινικό αδίκημα). Οι αποστάσεις από την δημοσιογραφική δεοντολογία δεν δικαιολογούνται ούτε λόγω της δικαστικής ιδιότητας της φερόμενης ιστολόγου: το τεκμήριο της αθωότητας ισχύει για όλους, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους.

Τα πιο ουσιαστικά όμως γενικά ζητήματα αυτής της υπόθεσης είναι δύο: (α) έχει δικαίωμα ένας δικαστής να έχει τόσο ακραίες απόψεις; και κυρίως (β) υπάρχει μια σφαίρα προστατευμένης ιδιωτικότητας εντός της οποίας ο δικαστής μπορεί να ανακοινώνει αυτές τις απόψεις του, χωρίς να είναι ελεγκτέος;

Στην υπόθεση, όπως την αναπαράγει η εφημερίδα, η δικαστής φέρεται να μην έχει ανακοινώσει στο ιστολόγιο ούτε το ονοματεπώνυμό της, αλλά ούτε και την επίσημη ιδιότητά της. Φέρεται να σχολιάζει όμως υποθέσεις που έχει χειριστεί, γεγονός που κατά το δημοσίευμα την ταυτοποιεί. Το βέβαιο είναι ότι η ίδια δεν δημοσιοποιούσε ενυπόγραφα της αναρτήσεις στην ιστοσελίδα της, επομένως το κατά πόσον είχε λάβει ή όχι επαρκή μέτρα για την προστασία της ταυτότητάς της είναι ένα πραγματικό θέμα, το οποίο δεν αφορά το γενικό ζήτημα του κατά πόσον υπάρχει ιδιωτικότητα για τους δικαστές.

Όπως έχω γράψει πολλές φορές, το ψευδώνυμο blogging είναι συνδυασμός δύο θεμελιωδών δικαιωμάτων: ελευθερία έκφρασης (για όσα δημοσιοποιεί ο blogger) και προστασία της ιδιωτικότητας (για την προστασία της ταυτότητάς του). Η δημοσιότητα των απόψεων δεν επιβάλλει και δημοσιότητα των στοιχείων του συντάκτη. Το γεγονός ότι το Συνταγμα επιτρέπει την άρση του απορρήτου μόνο για "ιδιαιτέρως σοβαρά αδικήματα", στα οποία η νομοθεσία δεν συγκαταλέγει τις προσβολές κατά της τιμής, σηματοδοτεί μια κεντρική αξιολόγηση της έννομης τάξης: το απόρρητο των επικοινωνιών είναι ένα συνταγματικό δικαίωμα που κάμπτεται μόνο υπό αυστηρές δικαστικές και νομοθετικές προϋποθέσεις. Πρέπει να συμπράξουν δύο από τις τρεις κρατικές λειτουργίες για την άρση του απορρήτου. Η "τέταρτη" μόνη της δεν αρκεί.

Ένας δικαστής μετέχει τόσο του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης όσο και του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα. Ενδεχομένως μια δημόσια τοποθέτησή του να τον καθιστά εξαιρετέο από κάποια συγκεκριμένη δικαστική σύνθεση (όπως προβλέπει η δικονομία για τους Ευρωπαίους Δικαστές του Στρασβούργου που εξαιρούνται όταν καλούνται να δικάσουν υπόθεση για την οποία έχουν τοποθετηθεί εκ των προτέρων δημόσια), αλλά αυτές οι υποχρεώσεις αυτο-περιορισμού δεν σημαίνει ότι τους αφαιρούν το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Φυσικά σε αυτό το δικαίωμα δεν περιέχεται ο ρατσιστικός λόγος, αλλά ούτε και ο λόγος που θα μπορούσε να θίξει το "κύρος και την αμεροληψία της δικαστικής λειτουργίας", όπως αναφέρει το άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (βλ. εδώ). Όταν όμως ο δικαστής εκφράζεται μεν δημόσια, αλλά πίσω από ένα ψευδώνυμο που δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να ταυτοποιήσει τον συντάκτη με την δικαστική λειτουργία, τότε αυτή η δημόσια έκφραση γίνεται χωρίς να θίγεται το "κύρος και η αμεροληψία της δικαστικής λειτουργίας".

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Kudeshkina καταδίκασε την Ρωσία για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης μιας δικαστή που κατήγγειλε περίπτωση διαφθοράς δικαστών και στη συνέχεια αποπέμφθηκε από το δικαστικό σώμα (βλ. εδώ). Σύμφωνα με αυτή την απόφαση: "Η φράση «αυθεντία της δικαιοσύνης» περιλαμβάνει, ιδίως, την έννοια ότι τα δικαστήρια είναι –και αναμένεται από το ευρύ κοινό να είναι- το κατάλληλο πεδίο για την επίλυση των νομικών διαφορών και για τον καθορισμό της ενοχής ή αθωότητας ενός προσώπου επί μίας ποινικής κατηγορίας (βλ. Worm κατά Αυστρίας, 29 Αυγούστου 1997, § 40, Εκθέσεις 1997-V). Αυτό που κρίνεται όσον αφορά την προστασία της αυθεντίας της δικαιοσύνης είναι η εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέουν τα δικαστήρια σε μια δημοκρατική κοινωνία, στους κατηγορούμενους εφόσον πρόκειται για ποινικές υποθέσεις, αλλά επίσης και στο ευρύ κοινό (βλ, mutatis mutandis, μεταξύ πολλών άλλων κεντρικών αποφάσεων, Fey κατά Αυστρίας, 24 Φεβρουαρίου 1993, Συλλογή A αρ. 255-A). Γι’ αυτό το λόγο, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δημόσιοι λειτουργοί που υπηρετούν στην δικαιοσύνη θα πρέπει να δείχνουν επιφύλαξη στην ενάσκηση της ελευθερίας του λόγου τους σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η αυθεντία και η αμεροληψία της δικαιοσύνης φαίνεται ότι αποτελεί το ζητούμενο."

Σε αντίθεση όμως με τη δικαστή Kudeshkina που βγήκε επωνύμως στο ραδιόφωνο και κατήγγειλε το δικαστικό σύστημα, στην υπόθεση της δικαστή - φερόμενης ιστολόγου η έκφραση έγινε μέσα στην προστατευόμενη σφαίρα του ψευδώνυμου λόγου. Ενώ στην υπόθεση Kudeshkina το θέμα είναι η ελευθερία της έκφρασης του δικαστή, στην υπόθεση της φερόμενης ιστολόγου το θέμα είναι η διάρρηξη της ψευδωνυμίας μιας δικαστή, δηλαδή η παραβίαση της ιδιωτικότητάς της. Οι ρατσιστικές εκφράσεις της δεν δημοσιοποιήθηκαν ενυπόγραφα και υπό την φερόμενη επίσημη ιδιότητά της. Διότι η αποκάλυψη του ονοματεπωνύμου δεν εγινε από την φερόμενη ιστολόγο, ούτε βέβαια από μία θολή φωτογραφία, ούτε από το ψευδώνυμο που "μοιάζει" με το όνομα, ούτε από την αναφορά της σε υποθέσεις που φέρεται ότι είχε δικάσει: η αποκάλυψη του ονοματεπωνύμου και της ιδιότητας γίνεται από την εφημερίδα. Η κοινή γνώμη πληροφορείται σε ευρύτατη έκταση το εν λόγω ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα της δικαστού - φερόμενης μπλόγκερ όχι από το μπλογκ της, αλλά από την εφημερίδα που προβάλλει ως ρεπορτάζ ένα υπόμνημα που καλύπτεται από την μυστικότητα της προδικασίας.

Εφόσον λοιπόν η κοινή γνώμη, κατά το χρόνο των φερόμενων επίμαχων ρατσιστικών αναρτήσεων, δεν γνώριζε την φερόμενη ιδιότητα της ιστολόγου, τότε δεν πλήττεται από τις εν λόγω δηλώσεις το "κύρος και η αμεροληψία της δικαστικής λειτουργίας", όπως αναφέρει η ΕΣΔΑ, οπότε εάν η ιστολόγος είναι όντως η αναφερόμενη δικαστής, αρκεί που έλαβε συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία της επίσημης ιδιότητάς της. Επίσης, η αποκάλυψη του ονόματος ενώπιον της κοινής γνώμης δεν φαίνεται να οφείλεται σε υπαιτιότητα της εν λόγω δικαστή - φερόμενης ιστολόγου, αλλά μάλλον στην εφημερίδα που αποκάλυψε σε ευρεία κλίμακα το όνομά της και σύνδεσε την ιδιότητά της με το συγκεκριμένο ιστολόγιο.

Δεν θέλω να υποτιμήσω το τεράστιο ζήτημα των ρατσιστικών απόψεων των δικαστών μάλιστα εκείνων που καλούνται να εφαρμόσουν την αντιρατσιστική νομοθεσία. Όποιος παραβιάζει το ν.927/1979 πρέπει να τιμωρείται, οποιαδήποτε ιδιότητα κι αν έχει, όπως και όποιος παραβιάζει οποιονδήποτε άλλο νόμο.

Αλλά πρέπει να τιμωρείται από τα δικαστήρια, όχι από τα μέσα ενημέρωσης.




Σάββατο, Δεκεμβρίου 04, 2010

Το πρόβλημα της ανωνυμίας των ιστολογίων (blogs) και οι δυνατότητες υπέρβασής του


Άρθρο στη Νομική Επιθεώρηση 2009, τ. 36, σελ. 19-25.
Βλ. εδώ.

H ευθύνη για τα "σχόλια" χρηστών σε διαδικτυακούς τόπους

Υπάρχει σημαντική σύγχυση στον νομικό κόσμο, αλλά και στους διαχειριστές διαδικτυακών τόπων σχετικά με την ευθύνη που έχει ο φορέας μιας ιστοσελίδας για τα σχόλια που αναρτούν οι επισκέπτες. Το ζήτημα είναι ότι οι χρήστες αυτοί κυρίως θα είναι ανώνυμοι ή ψευδώνυμοι, οπότε ανακύπτει το κλασικό πρόβλημα της ανωνυμίας και του εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις επιτρέπεται η άρση του απορρήτου.

Η σύγχυση όμως οφείλεται στον παραλληλισμό που παρουσιάζεται ανάμεσα στην διαδικασία ανάρτησης σχολίων προς την γνωστή πρακτική των εφημερίδων για δημοσιεύσεις "επιστολών αναγνωστών". Ή και προς την πιο σύγχρονη πρακτική της live αναμετάδοσης τηλεφωνημάτων τηλεθεατών ή ακροατών από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο. Στα παραδοσιακά έντυπα μέσα, οτιδήποτε δημοσιεύεται περνάει μέσα από το φίλτρο του διευθυντή σύνταξης, ο οποίος φέρει και την ευθύνη. Ένα χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τα παραδοσιακά μέσα από τα διαδικτυακά είναι ότι η αποκατάσταση μπορεί να επέλθει μόνο με νέα δημοσίευση αποκατάστασης ή με νέα εκπομπή, ενώ στα διαδικτυακά μέσα είναι τεχνικά ευχερής η απόσυρση των τυχόν προσβλητικών ισχυρισμών. Ενώ δηλαδή στα παραδοσιακά μέσα δεν μπορείς πρακτικά να αποσύρεις όλες τις εφημερίδες ή να ξε-πεις όσα ήδη ακούστηκαν σε μια εκπομπή (κι αυτό πρέπει να το πληρώσεις ακριβά στον θιγόμενο), στο Διαδίκτυο μπορείς με μεγάλη ευχέρεια να αφαιρέσεις υλικό που έχει αναρτηθεί (το ότι μπορεί με ψάξιμο μετά να βρεθεί σε διάφορες "μνήμες" κλπ δεν έχει -νομικά- καμία σχέση με το να υπάρχει κάτι αναρτημένο φάτσα-φόρα). Αυτή η ουσιαστική διαφορά της φύσης και λειτουργίας ανάμεσα στα παραδοσιακά media και στα διαδικτυακά έχει αποτυπωθεί και στην νομοθεσία που καθορίζει την ευθύνη για το φιλοξενούμενο περιεχόμενο που αναρτουν τρίτοι.

Σύμφωνα με την εντελώς πρόσφατη νομολογία των δικαστηρίων (του 2009 και 2010), στα παραδοσιακά μέσα υπάρχει η υποχρέωση γενικού προληπτικού ελέγχου του περιεχομένου και φυσικά ευθύνη ακόμα και για ανώνυμα δημοσιεύματα, λόγω της σχέσης εξάρτησης που υπάρχει ανάμεσα στην ιδιοκτησία και τον ανώνυμο συντάκτη: αφού ως εφημερίδα επιλέγεις να καλύψεις την ανωνυμία του συντάκτη που εσύ έχεις επιλέξει, έχεις και την ευθύνη, σύμφωνα με το νόμο περί τύπου. Όσον αφορά τις επιστολές αναγνωστών και πάλι, έχεις την ευθύνη αφού δημοσιεύεται μόνο ό,τι περνάει από το φίλτρο σου. Για τα τηλεφωνήματα τηλεθεατών-ακροατών, έχεις την ευθύνη αφού παίρνεις το ρίσκο, ενώ ξέρεις ότι αν ξεφύγει κάτι μετά δεν μπορείς να το πάρεις εύκολα πίσω - όπως με αφαίρεση διαδικτυακής ανάρτησης.

Στο Διαδίκτυο όμως τα πράγματα διαφοροποιούνται. Ενώ οι διατάξεις του νόμου περί τύπου μπορεί να τυγχάνουν εφαρμογής για τα κείμενα που έχουν αναρτήσει αρθρογράφοι που τελούν σε σχέση εξάρτησης με την ιδιοκτησία (δηλαδή που έχουν επιλεγεί εκ των προτέρων από τον ιδιοκτήτη ή ταυτίζονται με αυτόν), η ελεύθερη ανάρτηση σχολίων δεν διέπεται από την γενική υποχρέωση ελέγχου του φορέα. Η νομοθεσία για την παροχή υπηρεσιών κοινωνίας της πληροφορίας λαμβάνοντας υπόψη την εντελώς διαφορετική φύση του συμμετοχικού διαδικτύου από αυτή των παραδοσιακών μέσων, έχει απαλλάξει τους υπεύθυνους των διαδικτυακών τόπων από την υποχρέωση προληπτικού ελέγχου του περιεχομένου. Το αντιστάθμισμα είναι βέβαια ότι τους επιβάλλει να λειτουργούν με μεγάλη αμεσότητα (όπως επιβάλλεται από τη φύση του Διαδικτύου) όταν έχουν ενημερωθεί ότι υπάρχει παράνομο υλικό, στο πλαίσιο της υποχρέωσής τους για κατασταλτικό έλεγχο.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 13 ("Φιλοξενία") του προεδρικού διατάγματος 131/2003 αναφέρει ότι ο φορέας δεν έχει ευθύνη για το περιεχόμενο που αναρτά ο χρηστης εφόσον: (α) δεν γνωρίζει ότι πρόκειται για παράνομη πληροφορία, (β) μόλις αντιληφθεί ότι πρόκειται για παράνομη πληροφορία αποσύρει ταχέως τις πληροφορίες ή καθιστά αδύνατη την πρόσβαση σε αυτήν. Το ίδιο άρθρο αναφέρει ότι δεν υπάρχει απαλλαγή ευθύνης εάν ο χρήστης ενεργεί υπό την εξουσία ή τον έλεγχο του φορέα (εάν δηλαδή πρόκειται για "συντάκτη" ενός διαδικτυακού τόπου). (βλ. εδώ το π.δ. 131/2003).

Άπαξ δηλαδή και ενημερωθεί ο φορέας της υπηρεσίας ότι στην ιστοσελίδα του υπάρχουν αναρτημένα προσβλητικά σχόλια, τότε δημιουργείται και η ευθύνη του. Διότι ο νόμος δέχεται ότι προληπτικά δεν μπορεί να τα εποπτεύει διαρκώς (το moderation είναι επιλογή κι όχι υποχρέωση). Μπορεί να μην έχει δηλαδή προληπτική ευθύνη (όπως στα παραδοσιακά μέσα), έχει όμως υποχρέωση μόλις μάθει ότι κάτι είναι παράνομο, να το αφαιρέσει. Κι αυτή τη ενημέρωση, σε περιπτώσεις συκοφαντικής δυσφήμησης κατά κανόνα θα την έχει μετά από σχετικό αίτημα του θιγόμενου.

Στο άρθρο 14 ("Απουσία γενικής υποχρέωσης ελέγχου") του ίδιου π.δ.131/2003 αναφέρεται ότι οι φορείς δεν έχουν "γενική υποχρέωση ελέγχου των πληροφοριών που μεταδίδουν ή αποθηκεύουν ούτε γενική υποχρέωση δραστήριας αναζήτησης γεγονότων ή περιστάσεων που δείχνουν ότι πρόκειται για παράνομες δραστηριότητες". Αυτή η απουσία γενικής υποχρέωσης ελέγχου ισχύει για τα άρθρα 10,11 και 12 του προεδρικού διατάγματος. Αφήνει δηλαδή εκτός το άρθρο 13 ("Φιλοξενία")! Αυτό είναι παράλογο, καθόσον το ίδιο το άρθρο 13 αναφέρει ότι ούτως ή άλλως δεν υπάρχει προληπτική ευθύνη. Πως εξηγείται αυτό το τεράστιο λογικό χάσμα της ελληνικής νομοθεσίας για το Διαδίκτυο;

Εξηγείται, αν ανατρέξουμε στην ευρωπαϊκή Οδηγία 2000/31/ΕΚ που ρυθμίζει ακριβώς αυτό το θέμα, το οποίο προσπαθεί να εισάγει στο εσωτερικό δίκαιο το π.δ.131/2003 (βλ. εδώ την Οδηγία). Στην Οδηγία αυτή, στο αντίστοιχο άρθρο 15 ("Απουσία γενικής υποχρέωσης ελέγχου") αναφέρεται ότι η απαλλαγή της ευθύνης αφορά τα άρθρα 12,13,14 της Οδηγίας, όπου το άρθρο 14 είναι η "Φιλοξενία". Δηλαδή η Οδηγία επιβάλλει στα κράτη την αναγνώριση απουσίας γενικής υποχρέωσης ελέγχου για την φιλοξενία σχολίων ή άλλου περιεχομένου που αναρτά ο χρήστης, αλλά από εσφαλμένη μεταφορά στην αρίθμηση στο ελληνικό προεδρικό διάταγμα, φαίνεται η "φιλοξενία" να έχει μείνει έξω από την απουσία γενικής υποχρέωσης ελέγχου. Δεν πρόκειται για ηθελημένη επιλογή του ελληνικού δικαίου, αφού κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από την ίδια την δομή του προεδρικού διατάγματος (το οποίο από παραδρομή αφαιρεί την γενική ευθύνη από την ... "παραγγελία", πράγμα αδιανόητο για το ηλεκτρονικό εμπόριο). Πρόκειται για λάθος στην αρίθμηση, γεγονός που επιβάλλει να ακολουθήσουμε την διάταξη της Οδηγίας, η οποία ορθά αφαιρεί από την "φιλοξενία" την γενική υποχρέωση ελέγχου.

Είναι λάθος λοιπόν να θεωρείται ο κάθε κάτοχος διαδικτυακού τόπου που παρέχει χώρο σχολιασμού (είτε είναι δημοσιογραφικό site, είτε είναι blog) ως προληπτικά υπεύθυνος για τα σχόλια που ανεβάζουν οι χρήστες. Υπεύθυνος καθίσταται μόνο όταν του επισημανθεί (ή λάβει αποδεδειγμένα γνώση με άλλο τρόπο) το παράνομο περιεχόμενο.


To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...