Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 21, 2007

Οριακά αντισυνταγματική η επέμβαση στην Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων

Σύμφωνα με σημερινό δημοσίευμα, η κυβέρνηση εξετάζει νομοθετική τροποποίηση των απαιτούμενων ιδιοτήτων του Προέδρου της Εθνικής Αρχής για την Καταποέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων Από Εγκληματικές Δραστηριότητες.

Η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 7§3 εδ. α΄ του Ν.3424/2005 είναι η εξής:

Πρόεδρος της Αρχής διορίζεται επί τιμή Ανώτατος Δικαστικός ή Εισαγγελικός Λειτουργός ή πρόσωπο εγνωσμένου κύρους, ευρείας κοινωνικής αποδοχής και εμπειρίας στο χρηματοπιστωτικό τομέα.


Σύμφωνα με το δημοσίευμα, εξετάζεται τροποποίηση προκειμένου ο Πρόεδρος της Αρχής να μην είναι "επί τιμή" αλλά εν ενεργεία ανώτατος δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός.

Ο νομοθέτης έχει επιλέξει συνειδητά για τη θέση του προέδρου τον διορισμό ενός "επί τιμή" Ανώτατου Δικαστικού. Το θέμα έχει απασχολήσει τον λέκτορα Νομικής και ποινικολόγο κ. Λίβο , ο οποίος σε δημοσίευσή του αναφέρει ότι η επιλογή αυτή οφείλεται στο άρθρο 89§3 του Συντάγματος ("Πολύ κακό για το τίποτα"; Οι ανακριτικές αρμοδιότητες της Εθνικής Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, Ποινικά Χρονικά ΝΣΤ/2006, σελ. 381).

Σύμφωνα με το άρθρο 89§3 εδ. α΄ του Συντάγματος:

Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται.


Η διάταξη αποτελεί εγγύηση τήρησης της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών που καθιερώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος. Βάσει αυτής της αρχής, η εκτελεστική εξουσία ασκείται από την Κυβέρνηση και τον ΠτΔ, άρα όχι και απο τους δικαστές, οι οποίοι πρέπει να είναι απασχολημένοι αποκλειστικά με την απονομή της Δικαιοσύνης.


Ως γνωστόν οι ανεξάρτητες αρχές στην Ελλάδα έχει αποφασιστεί κυριαρχικά ότι αποτελούν τμήματα της Διοίκησης, μέσω της συνταγματικής τοπογραφίας. Αυτό αποτυπώνεται στο άρθρο 101Α του Συντάγματος, το οποίο καθορίζει ορισμένα ζητήματα για τις ανεξάρτητες αρχές (επιλογή μελών από τη Διάσκεψη της Βουλής κλπ.) και αποτελεί μέρος του Τμήματος ΣΤ' του Συντάγματος, το οποίο Τμήμα τιτλοφορείται πανηγυρικά "Διοίκηση".

Άρα, η ανάθεση σε έναν εν ενεργεία δικαστικό λειτουργό του ρόλου του Προέδρου μιας ανεξάρτητης αρχής είναι εκ πρώτης όψεως αντίθετη στο άρθρο 89§3 του Συντάγματος.

Μπορούν να διατυπωθούν, πάντως, μερικές σκέψεις που μπορούν να ανατρέψουν αυτό το εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα.

Πρωτ' απ' όλα, η Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, μολονότι διαθέτει την πιο μακρόσυρτη επωνυμία από όλες τις ανεξάρτητες αρχές, δεν είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει εφαρμογή επ' αυτής το άρθρο 101Α του Συντάγματος, το οποίο με τη σειρά του σημαίνει ότι δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι εντάσσεται μονοσήμαντα στην "Διοίκηση", όπως οι 5 συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές.

Επανερχόμαστε έτσι να αναζητούμε το κατά πόσον η Αρχή είναι διοικητική ή κάτι άλλο, επειδή ορισμένοι ευφάνταστοι αντιφορμαλιστές ανώτατοι δικαστές του Supreme Court είχαν βγάλει στις αρχές του 20ου αιώνα μια απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν μπορούσε να απολύσει ένα μέλος μιας ανεξάρτητης αρχής επειδή έτσι του κάπνισε, ακριβώς επειδή ο Πρόεδρος δεν μπορεί να επεμβαίνει σε ένα όργανο που ΔΕΝ υπάγεται στην εκτελεστική εξουσία, αλλά είναι ένα αμάλγαμα που ασκεί εν μέρει οιονεί νομοθετικές (δηλ. κανονιστικές) και εν μέρει οιονεί δικαστικές (δηλ. διαπιστωτικές) αρμοδιότητες. Με λίγα λόγια, οι αμερικάνοι που πρώτοι θέσπισαν ανεξάρτητες αρχές πριν από 110 χρόνια περίπου, είπαν αρχικά ότι αυτά τα όργανα είναι εντελώς sui generis και έχουν χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στη δικαιοδοτική και την νομοθετική λειτουργία. (Τελευταία βέβαια οι αμερικάνοι δικαστές τα γυρίζουν και η επιρροή του Προέδρου θεωρείται ακόμη και νομιμοποιητικό στοιχείο για την λειτουργία και τις αποφάσεις μιας ανεξάρτητης αρχής εκεί).

Τι γίνεται λοιπόν στην περίπτωση της ΕΑΚΝΕΑΕΔ (χάλια ακρωνύμιο, έτσι;) που δεν είναι Διοίκηση κατά το Σύνταγμα και από την άλλη έχει ένα σωρό κλασικές ανακριτικές αρμοδιότητες που συνήθως (δηλ. σε όλες τις άλλες περιπτώσεις) ασκούνται από την Εισαγγελία και όχι απο ανεξάρτητες αρχές και επιπλέον ΔΕΝ έχει κανονιστικές αρμοδιότητες; Θα έλεγα ότι απαντάει ο ίδιος ο Ν.3424/2005, ονομάζοντάς την, κόντρα στην μόδα "Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή" και όχι "ανεξάρτητη αρχή", όπως επέμενε η τρέντι Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής να ονομάστεί το όργανο, προφανώς επηρεασμένο από το αφαιρετικό (μόνο σε αυτό το σημείο) νέο μας Σύνταγμα. Από την άλλη πλευρά, για τις αμιγώς προανακριτικές της αρμοδιότητες, ο κ. Λίβος (στο παραπάνω άρθρο του) και ο κ. Στεφάνου, καθηγητής Ποινικού του ΔΠΘ (σε άρθρο του στο ίδιο περιοδικό) έχουν μιλήσει ευθέως για αντισυνταγματικότητα ο πρώτος και για συνταγματική εκτροπή ο δεύτερος, ο οποίος μάλιστα αποκαλεί την ΕΑΚΝΕ (πιο κομψο) "πάνοπλή παραεισαγγελία". Άρα, αν βγάλουμε τις προανακριτικές, ως αντισυνταγματικές πες, μένουν πια οι ελεγκτικές αρμοδιότητες της Αρχής. Εξάλλου και η ΑΠΔΠΧ έχει προανακριτικές και παρόλο που είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, υποτάσσεται στην τοπογραφία του άρθρου 101Α. Επομένως: διοίκηση


Από την άλλη πλευρά, τι "επί τιμή", τι "εν ενεργεία". Η περίπτωση των δικαστικών λειτουργών είναι η μόνη ίσως συνταγματική κατηγορία (μαζί με την ιδιότητα του ανθρώπου) που είναι ισόβια. Το άρθρο 88§1 του Συντάγματος λέει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ισόβιοι. Επομένως είτε "επί τιμή", είτε " εν ενεργεία" και πάλι είναι δικαστικοί λειτουργοί. Η απαγόρευση του άρθρου 89§3 δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε "επί τιμή " και "εν ενεργεία", αναφέρει απλως ότι "η ανάθεση δικαστικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται".


Επομένως, η μόνη διέξοδος είναι η διερεύνιση της εφαρμογής του άρθρου 89§2 του Συντάγματος που αναφέρει ότι "κατ' εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να [...] μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα [...]."

Η διάταξη δεν λύνει τόσο εύκολα το πρόβλημα, όσο ίσως φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Διότι αν και η Αρχή αυτή είναι "ελεγκτικού χαρακτήρα", άλλο "μετέχω σε επιτροπή" και άλλο τοποθετούμαι Πρόεδρος της επιτροπής. Ένας Πρόεδρος έχει την βασική αρμοδιότητα της εκπροσώπησης της Αρχής στον "έξω κόσμο" (μέχρι του σημείου να την κάνει δική του: "Αρχή Ζορμπά") και την τήρηση διαδικαστικών και διοικητικών ισορροπιών στο εσωτερικό της. Το Σύνταγμα, επιτρέποντας σε δικαστικούς να μετέχουν σε οιονεί δικαιοδοτικές επιτροπές (όπως λ.χ. επιτροπές ενστάσεων κλπ) το κάνει ως μία εξαίρεση από την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (όπως και σε πολλά άλλα σημεία που επιδιώκεται περισσότερο η "διασταύρωση " και όχι τόσο η διάκριση) ακριβώς επειδή οι δικαστές, λόγω της εμπειρίας τους αλλά και της προσωπολειτουργικής ανεξαρτησίας τους θα είναι καλύτεροι εγγυητές, ας πούμε, για τα πορίσματα αυτών των διοικητικοδικαιοδοτικών επιτροπών. Η εξαίρεση επιτρέπει δηλαδή στους δικαστές να ασκούν οιονεί δικαιοδοτικά καθήκοντα, ακόμη και μέσα σε συμβούλια-επιτροπές. Αλλά ως μέλη, όχι ως Πρόεδροι που έχουν εξ ορισμού "προεδρικές" δηλ. ρυθμιστικές της εσωτερικής και εξωτερικής λειτουργίας, δηλαδή κατά κύριο λόγο διοικητικές αρμοδιότητες. "Μετέχω" δεν σημαίνει κατ' ανάγκη και "προεδρεύω", μπορεί να υποστηριχθεί μάλιστα ότι υπάρχει ουσιώδης απόκλιση και από το σκοπό της εξαίρεσης του Συντάγματος, ο οποίος είναι οι δικαστές να παραμείνουν δικαστές ακόμη και στις δικαιοδοτικές-ελεγκτικές επιτροπές. Φαίνεται όμως ότι αυτό δεν έχει ληφθεί σοβαρά υπόψη απο τον κοινό νομοθέτη. Έτσι έγινε κανόνας να ορίζονται πρόεδροι ανεξάρτητων αρχών ανώτατοι δικαστές (βλ. λ.χ. Δαφέρμος και Γουργουράκης στην ΑΠΔΠΧ, Λασκαρίδης στο ΕΣΡ).

Όταν θεσπίστηκε η διάταξη του άρθρου 89, δεν υπήρχαν στην Ελλάδα ανεξάρτητες αρχές. Πολύ περισσότερο, δεν υπήρχαν ανεξάρτητες αρχές με προανακριτικές αρμοδιότητες που αποκλίνουν από διατάξεις της ποινικής δικονομίας. Από την άλλη, τίποτε δεν εμποδίζει να θεωρήσουμε ότι οι ανεξάρτητες αρχές όπως η ΕΑΚΝΕΑΕΔ (ουφ) είναι πράγματι συμβούλια-επιτροπές οιονεί ελεγκτικοδικαιοδοτικές. Άρα, ναι στους δικαστές στις επιτροπές του άρθρου 89§2 που μπορεί να είναι και ανεξάρτητες. Επομένως, "όχι δικαστής" σε θέση μονοπρόσωπης ανεξάρτητης αρχής που δεν είναι "επιτροπή-συμβούλιο", όπως λ.χ. ο Συνήγορος του Πολίτη, ο Συνήγορος του Καταναλωτή και ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης; Και πως είναι δυνατόν να γίνει δεκτή αυτή η εξαίρεση, την ώρα μάλιστα που, για να κάνω το ζήτημα ακόμη πιο περίπλοκο, ο Συνήγορος του Πολίτη αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένη Αρχή ενώ και ο νυν και ο πρώην ΓΕΔΔ είναι ανώτατοι δικαστες;

Μία έμμεση απάντηση σε αυτό το ερώτημα προέρχεται από την απάντηση σε ένα άλλο ερώτημα: ποιος κρίνει τελικά αν θα είναι ή όχι συνταγματική η τροποποίηση που φέρεται ότι εξετάζει η κυβέρνηση; Μα, ποιος άλλος εκτός από τον Εισαγγελέα στο οποίο θα διαβιβάσει το πόρισμά του ο μετά την τυχόν τροποποίηση κ. Πρόεδρος της ΕΑΚΝΕΑΕΔ. Αλλά δεν θα είναι, βέβαια, πάντα αυτός ο Εισαγγελέας τελικός κριτής.



2 σχόλια:

nikos10 είπε...

Αμάν ρε συ Βασίλη, πολύ δύσκολα τα παρουσιάζεις τα πράγματα.

Η λύση είναι απλή: τραβάμε μια ξεγυρισμένη αναθεώρηση του 89§2 και μπορούμε να διορίζουμε όποιον θέλουμε!

Κι αν κολλήσουμε στο ότι δεν ήταν αναθεωρητέα η διάταξη στην προηγούμενη Βουλή (όχι ότι μας ενδιαφέρει και πολύ η τήρηση του Συντάγματος, βέβαια) υπάρχει μία άλλη λύση, μάλλον καλύτερη τώρα που το σκέφτομαι:

Πρόεδρος της Αρχής ο ΡΩΜΥΛΟΣ!!! Συνταξιούχος δεν είναι πλέον; Τότε να δεις ομόλογα, μίζες και αηδίες. Απαλλαγή απάντων με συνοπτικές διαδικασίες...

Υ.Γ.: Αν τυχόν συμβεί το τελευταίο, υπόσχομαι να αλλάξω το επίθετό μου σε... Χμμμ, μάλλον κάποιου παλαιού πρωθυπουργού το επώνυμο θα πάρω!

Ανώνυμος είπε...

Τί έχεις να πείς για αυτά που λέει αυτός στο:
http://rezili.blogspot.com/

Απειλεί ? Αποκαλύπτει? Υπερασπίζεται το Σύνταγμα? Γιατί άν αληθεύουν αυτά που λέει, και εγώ μαζί του...
Αυτά που γράφει δέν είναι συκοφαντική δυσφήμιση? Η συγχωρείται λόγω άγνοιας? Αρα άς τον να λέει οτι θέλει? Και άν αληθεύουν ποιός μπορεί να τον προστατέψει ?

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...