Κυριακή, Σεπτεμβρίου 30, 2007

Η ιδιότυπη ασυλία των bloggers

Αν κάποιος διαδώσει εν γνώσει του ένα ψευδή ισχυρισμό που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη κάποιου τρίτου, διαπράττει το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Το ίδιο κι όταν δεν υπάρχει ακριβώς "γνώση", αλλά σκόπιμη παράλειψη διερεύνησης της αλήθειας και έλλειψη στοιχείων. Ο παθών μπορεί να υποβάλει μήνυση, να ζητήσει αποζημίωση, να καταγγείλει το περιστατικό σε αρμόδιες ανεξάρτητες αρχές.
Τι γίνεται όμως, όταν δεν μπορεί να προσδιοριστεί το άτομο που φέρει την ευθύνη, ώστε να έχει αποτέλεσμα η νομική προστασία; Ο Ν.1178/1981 αναφέρει ότι ο ιδιοκτήτης "παντός εντύπου" ή ραδιοτηλεοπτικού σταθμού έχει αντικειμενική ευθύνη αποζημίωσης έστω κι αν ο συντάκτης του προσβλητικού δημοσιεύματος/εκπομπής είναι άγνωστος.
Ισχύει άραγε αυτό στο Διαδίκτυο; Η λογική μεταφοράς της ευθύνης "προς τα πάνω" που διέπει τον Ν.1178/1981 μπορεί να βρει αναλογική εφαρμογή μόνο σε ιστοσελίδες που έχουν ιεραρχία, διεύθυνση και γνωστή ιδιοκτησία. Δηλαδή στις "ηλεκτρονικές εφημερίδες", τα newsgroups και τα fora. Πλατφόρμες όπως το youtube έχουν δημιουργήσει εσωτερικούς κανόνες ελέγχου. Ένα παράδειγμα είναι ο εντοπισμός προσβλητικού περιεχομένου από τους ίδιους τους χρήστες με την τοποθέτηση flags. Όταν σε ένα video έχουν τοποθετηθεί αρκετά flags, χτυπάει κάποιο καμπανάκι και οι διαχειριστές του youtube ενεργοποιούνται.
Στα blogs η κατάσταση είναι πιο σύνθετη. Οι πλατφόρμες φιλοξένησης ιστολογίων έχουν τους δικούς τους όρους χρήσης, τους οποίους οι μπλόγκερς και οι επισκέπτες τους οφείλουν να τηρούν. Ο θιγόμενος μπορεί να αποταθεί στους υπεύθυνους της πλατφόρμας επισημαίνοντας ότι σε ένα blog διενεργείται προσβολή της τιμής του, έτσι ώστε να αναλάβουν την ευθύνη τους οι φιλοξενούντες.
Υπάρχει όμως πιο άμεση νομική προστασία ευθέως κατά του blogger που κυκλοφορεί με ψευδώνυμο και δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να στραφεί κάποιος προσωπικά εναντίον του; Μπορεί να ζητηθεί άρση του απορρήτου, ώστε να αποκαλυφθεί το IP και ακολούθως η ταυτότητα του συνδρομητή;
Το άρθρο 19§1 του Συντάγματος κατοχυρώνει το "απόλυτα απαραβίαστο" απόρρητο της επικοινωνίας, αναφέροντας περιοριστικά δύο νόμιμες βάσεις για την άρση του: λόγους εθνικής ασφάλειας και διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Για αυτούς τους δύο λόγους μπορεί να διαταχθεί η άρση του απορρήτου. Τα "ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα" έχουν τυποποιηθεί από τον Ν.2225/1994 και περιλαμβάνουν ορισμένα βαρύτατα κακουργήματα. Πρόσφατα, ένας νέος νόμος (3471/2006) που εναρμονίζει το ελληνικό δίκαιο προς την Οδηγία 58/2002 (προστασία ιδιωτικότητας στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) αναφέρει ότι επιτρέπεται μια πιο ήπια μορφή άρσης για τις κακόβουλες/ενοχλητικές κλήσεις σε κινητό από αριθμό με απόκρυψη: ο θιγόμενος ζητάει από τον πάροχο την εξουδετέρωση της απόκρυψης, οπότε μπορεί να δει ποιος τον ενοχλεί. Προφανώς δεν πρόκειται για "ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα", αλλά και η άρση της απόκρυψης είναι εντελώς τμηματική και περιορισμένη, ενισχύοντας κατά κάποιο τρόπο την ιδιωτική επίλυση της διαφοράς (για να μην πω ενθαρρύνοντας την αυτοδικία).
Σε αυτή τη λίστα των ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων δεν περιλαμβάνεται η συκοφαντική δυσφήμηση, ούτε βέβαια πιο ήπιες προσβολές της τιμής (απλή δυσφήμηση, εξύβριση). Έτσι, δεν μπορεί να διαταχθεί άρση του απορρήτου για να εντοπιστεί ο blogger που διέπραξε την προσβολή. Αυτό το απόρρητο όμως δεν ισχύει φυσικά έναντι της εταιρίας που φιλοξενεί το ιστολόγιο. Αν ο προσβαλλόμενος στραφεί με αγωγή εναντίον της εταιρίας (πράγμα που μπορεί να γίνει και στα ελληνικά δικαστήρια, αφού τόπος της αδικοπραξίας είναι και το ελληνικό έδαφος), η εταιρία μπορεί στη συνέχεια να στραφεί αναγωγικά κατά του blogger - αν τον βρει βεβαίως και αυτή. Τό ανώτατο δικαστήριο του Delaware των ΗΠΑ πάντως, αρνήθηκε να διατάξει άρση του απορρήτου για να εντοπιστεί blogger που είχε προσβάλλει τοπικό άρχοντα, επειδή κρίθηκε ότι η ανωνυμία σε αυτήν την περίπτωση έχει συνταγματικό θεμέλιο που κατισχύει των δικαιωμάτων του θιγόμενου.
Ο νόμος 2225/1994 είναι παλιός και στην εν λόγω λίστα ήδη υπάρχει πρόταση σε νομοσχέδιο του υπουργείου Τηλεπικοινωνιών να προστεθεί στα "ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα" και η πορνογραφία ανηλίκων. Αναρωτιέμαι αν η κατ' εξακολούθηση, κατά συρροή και κατά συνήθεια τέλεση συκοφαντικών δυσφημήσεων μέσω ιστολογίων θα μπορούσε να θεωρηθεί "ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα".

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 29, 2007

Συνθήκες για τη συνάντηση Ε.Βενιζέλου – bloggers

Με αυτό το κείμενο κωδικοποιώ τις συνθήκες που χαρακτηρίζουν αυτή τη συνάντηση και επιβάλλουν συγκεκριμένους όρους για την ορθή διεξαγωγή της, περιορίζοντας την απόπειρα στείρας επικοινωνιακής εκμετάλλευσής της και προτείνοντας λύσεις για την διασφάλιση των δικαιωμάτων των bloggers.


Ι. Μια ανοικτή πρόσκληση, αλλά προς συγκεκριμένους αποδέκτες.

Η πρόσκληση που απηύθυνε ο Ε. Βενιζέλος σε συνάντηση για συζήτηση με bloggers έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

(α) Σκοπός είναι να δοθούν απαντήσεις σε ερωτήματα που έχουν τεθεί στο blog του πολιτικού και έχουν παραμείνει αναπάντητα.

(β) Τόπος της συνάντησης θα είναι φυσικός χώρος, επομένως παύουν οι συμβάσεις της διαδικτυακής συζήτησης: τα πρόσωπα γίνονται συγκεκριμένα, ο λόγος προφορικός, ο χρόνος τρέχων.

(γ) Χρόνος της συνάντησης ορίζεται μία ημέρα στις αρχές Οκτώβρη 2007, εν τω μέσω δηλαδή της προεκλογικής περιόδου για την ανάδειξη του νέου προέδρου του ΠΑΣΟΚ.

ΙΙ. Η εκδήλωση ενδιαφέροντος

Η διαδικασία για την εκδήλωση ενδιαφέροντος γίνεται με εγγυήσεις τήρησης της μυστικότητας που επιβάλλει η ιδιότητα του blogger, αλλά και η νομοθεσία και νομολογία για την προστασία προσωπικών δεδομένων:

(α) οι ενδιαφερόμενοι αποστέλλουν σε ειδική διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μόνο την ονομασία του blog τους, ώστε να τους αποσταλεί ένας κωδικός εισόδου στη συνάντηση και

(β) υπάρχει σαφής δήλωση ότι τα δεδομένα που συλλέγονται δεν θα χρησιμοποιηθούν για κανέναν άλλο σκοπό, ούτε θα αποτελέσουν αρχείο.

Με αυτόν τον τρόπο δηλώνεται η ιδιότητα του blogger, χωρίς όμως διασταύρωση του e-mail με το δηλωθέν blog, το οποίο θα ήταν μάλλον υπερβολικό. Εξάλλου, ο απολύτως περιορισμένος σκοπός της επεξεργασίας ελαχιστοποιεί το ενδεχόμενο κατάχρησης των δεδομένων.

ΙΙΙ. Οι αντιρρήσεις

  1. Ως προς το κοινό που καλείται – υπάρχει «κοινότητα των bloggers»;

Έχει διατυπωθεί μια σοβαρότατη ένσταση ως προς το κοινό-στόχο της πρόσκλησης: οι bloggers δεν αποτελούν μία συλλογικότητα, δεν εκπροσωπούνται, δεν υπάρχει ιεραρχία, δεν έχουν κοινές επιδιώξεις. Ακόμη και η περιεκτική έννοια «οι bloggers» δεν σημαίνει τίποτα εκτός από το άθροισμα ιδιωτών που εκφράζονται μέσα από ιστολόγια, χωρίς να επιδιώκουν κατ’ αρχήν τίποτα περισσότερο από τον αυτοπροσδιορισμό και την πραγμάτωση της διαδικτυακής ατομικότητάς τους.

Πολύ σωστά. Όμως η πρόσκληση δεν απευθύνεται σε μία κοινότητα, αλλά στους bloggers που έχουν υποβάλλει ερωτήματα στο evenizelos.blogspot.com, τα οποία ο πολιτικός δεν έχει χρόνο να απαντήσει.

Θα μπορούσε να αντιταχθεί σε αυτό ότι:

(α) αφού απευθύνεται σε αυτούς που δεν έχει απαντήσει ερωτήματα, ας καλέσει μόνον αυτούς με αποστολή απευθείας κωδικών στα e-mail τους και

(β) ας προσπαθήσει να βρει χρόνο να απαντήσει διαδικτυακά, αφού επιθυμεί να φανεί και ο ίδιος ως blogger που αισθάνεται άνετα μέσα από αυτό το κανάλι επικοινωνίας.

Στο (α) η απάντηση είναι ότι με την ανοικτή πρόσκληση απευθύνεται και σε άλλους που δεν του έχουν θέσει ερωτήματα, έτσι ώστε να μην διαχωρίζονται οι bloggers σε «επισκέπτες» και «μη» ενώ στο (β) η απάντηση είναι ότι όταν θέτεις ένα ερώτημα το ζητούμενο είναι να λάβεις μια απάντηση: αυτός είναι ο αυτοσκοπός, όχι το μέσον. Αν ο Βενιζέλος δώσει σαφείς απαντήσεις σε μια ερώτηση που δεν πρόλαβε να απαντήσει διαδικτυακά, ο σκοπός του διαλόγου έχει επιτευχθεί. Το επιχείρημα ότι «δεν το έκανε όμως στο blog» είναι μια μεταμοντέρνα αγκύλωση, κατά την οποία ό,τι δεν έχει γραφτεί στο Διαδίκτυο, δεν υπάρχει.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι «κοινότητα/γενιά bloggers» δεν υπάρχει. Αυτό δεν μας εμποδίζει βέβαια να κάνουμε blogoparty και να βρισκόμαστε μαζί, απευθύνοντας οι ίδιοι προσκλήσεις «σε όλους τους bloggers» ή και βγαίνοντας με παρέες από άτομα που έχουμε γνωριστεί από τα blogs. Αυτές οι περιστάσεις βέβαια δεν έχουν κάποιο «ιδεολογικό» διακύβευμα, αλλά από την άλλη, για να αποδεχόμαστε μια τέτοια πρόσκληση, κάτι θα σημαίνει. Αλήθεια, γιατί να πάμε σε ένα blogoparty, αφού δεν μας συνδέει τίποτα με άτομα που είτε διαβάζουμε, είτε γνωρίζουμε χρόνια αλλά δεν έχουμε σχέσεις, είτε δεν γνωρίουμε ούτε διαβάζουμε; Μα τι άλλο, εκτός από την περιέργεια και τη διάθεση για κοινωνικότητα. Έτσι μπορεί να μην υπάρχει τελικά μια «κοινότητα», σίγουρα όμως υπάρχει μια υπο-κοινωνία των bloggers, μια χαλαρής σύνδεσης ευρύτερη «παρέα», η οποία σε ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις δεν περιορίζεται στην «ψηφιακή ζωή», αλλά τολμά να εμφανίζεται και στον έξω κόσμο.

  1. Είμαστε bloggers όταν συναντιόμαστε in real life;

Υποστηρίζεται πάντως ότι όταν δεν συζητάμε πια μέσα από τα fora των ιστολογίων, αλλά βγαίνουμε έξω και κάνουμε πάρτυ, ή βλεπόμαστε δια ζώσης ή διαδηλώνουμε στο δρόμο ή ζητάμε από την Αρχή Ζορμπά να μας χορηγήσει αντίγραφο του Πορίσματος ή υποστηρίζουμε κάποιον κατηγορούμενο blogger με την παρουσία μας σε ένα δικαστήριο, δεν είμαστε bloggers, επειδή αυτές είναι δραστηριότητες off line.

Στην «πραγματική ζωή» παίζουμε πράγματι με άλλους όρους: έχουμε ένα μόνο πρόσωπο, συγκεκριμένη εικόνα με περιορισμένες δυνατότητες επέμβασης, δεδομένη ευφράδεια, κινήσεις, εκφράσεις, σώμα. Οι ιδέες όμως; Όλα αυτά που υποστηρίζουμε στα κείμενά μας, αλλάζουν ως δια μαγείας μόνο και μόνο επειδή μπορεί κάποιος να μας τσιμπήσει; Αν βγάλω το laptop από την πρίζα καθίσταται ο εγκέφαλός μου off line;

Η ιδιότητα του blogger είναι τόσο ευρεία όσο η ιδιότητα του πολίτη ή του εραστή, με την έννοια ότι νοηματοδοτείται από καθέναν χωριστά, ενώ υπάρχουν κάποιοι γενικοί κανόνες που ισχύουν οριζόντια.

Όταν κλείσω τον υπολογιστή μου και πάλι είμαι blogger, γιατί μπορεί να σκέφτομαι ποιο θα είναι το επόμενο post, ή πως θα αντικρούσω ένα δηκτικό σχόλιο που μου έγινε ή να αναρωτιέμαι τι θα γράψει σήμερα ο nanakos. Από την άλλη πλευρά, όταν κλείσω τον υπολογιστή μου, ευτυχώς στο μέτωπό μου δεν γράφει «είμαι blogger». Γιατί δεν είμαι μόνο αυτό και γιατί δεν θέλω να το γνωρίζουν όλοι όσοι με συναναστρέφονται στην «πραγματική ζωή». Έτσι, ερχόμαστε στο ακανθώδες θέμα της ανωνυμίας…

  1. Τα δικαιώματα των bloggers ισχύουν και εκεί έξω

Πριν από δύο χρόνια είχε τεθεί το ζήτημα του κατά πόσον έχει δικαίωμα κάποιος που γύρισε ένα μικρό βίντεο από το «πάρτυ των bloggers», να το αναρτήσει στο blog του παρά την αντίρρηση προσώπων που εικονίζονταν σε αυτό. Γράφτηκαν πάρα πολλά τότε, για υπερβολική ευαισθησία αυτών που ζητούσαν να μην εμφανιστεί η εικόνα τους, για απόλυτη ελευθερία των bloggers να ανεβάζουν ό,τι θέλουν, για μη δυνατότητα ταύτισης της εικόνας του προσώπου με συγκεκριμένο ιστολόγιο. Το ζήτημα ήταν περισσότερο από ξεκάθαρο, κατά τη γνώμη μου: κανείς δεν μπορεί να σου επιβάλει την αναμετάδοση της εικόνας σου κάτω από τη λεζάντα «το πάρτυ των bloggers». Γιατί να μάθει το αφεντικό σου, τα παιδιά σου, ο άντρας σου, η γυναίκα σου, το ΣΔΟΕ, ότι είχες πάει σε ένα πάρτυ με bloggers, άρα κατά πάσα πιθανότητα είσαι και εσύ blogger; Υπήρχε ένα σοβαρότατο διακύβευμα: η ιδιωτικότητα σε συνδυασμό με την ελευθερία της έκφρασης.

Το ανώτατο δικαστήριο του Delaware στις ΗΠΑ αρνήθηκε να διατάξει άρση απορρήτου για να εντοπιστεί ο blogger που είχε μεταδώσει δυσφημιστικούς ισχυρισμούς για τον δήμαρχο, επειδή έκρινε ότι υπάρχει ένα συνταγματικό δικαίωμα στην ανωνυμία, το οποίο κατισχύει του δικαιώματος του δημάρχου για δικαστική προστασία κατά του συκοφάντη.

Στα καθ’ ημάς, υπήρξε η περίπτωση του blog «από το γραφείο», για το οποίο έγιναν αποκαλύψεις σχετικά με την ταυτότητα του blogger, με δυσάρεστες συνέπειες για την επαγγελματική του κατάσταση.

Υπάρχει, λοιπόν, μία γκρίζα ζώνη εικονικής-πραγματικής ζωής, όταν ο blogger καλείται με αυτήν την ιδιότητά του να εμφανιστεί σε «φυσικό χώρο», όπως λέει ο κ. Βενιζέλος. Η εμφάνιση αυτή, προκειμένου να γίνει σεβαστό το συνταγματικό δικαίωμα στην ανωνυμία, πρέπει να γίνει με όρους και συνθήκες που θα διασφαλίζουν και δεν θα θέτουν σε κίνδυνο αυτό το συνδυασμό ιδιωτικότητας-ελευθερίας έκφρασης που απολαμβάνουν οι bloggers στο διαδίκτυο.

  1. Η υποψία για επικοινωνιακή εκμετάλλευση της συνάντησης Ε. Βενιζέλου με τους bloggers.

Τα blogs θεωρούνται σήμερα το μοντέρνο, η δήθεν εξ ορισμού ανεξάρτητη φωνή την οποία επικαλούνται ορισμένοι πολιτικοί, προκειμένου να πείσουν για την ανοικτότητά τους και την ευρύτητα του ερείσματός τους.

Η πρόσκληση Ε. Βενιζέλου λοιδορήθηκε από την αρχή, ως εντασσόμενη σε αυτήν την νέα τάση. Δεδομένης της ετερογένειας των blogs, καθώς όπως είπαμε οι bloggers δεν είναι «κοινότητα», είναι απολύτως δικαιολογημένο να εξανίστανται και να κοροϊδεύουν την άγνοια των (επικοινωνιολόγων των) πολιτικών που λαϊκίζουν αναφερόμενοι σε «bloggers».

Ένα βασικό στοιχείο αυτής της επιχειρηματολογίας είναι ότι ο Βενιζέλος αδυνατεί να ανταποκριθεί στη φύση του μέσου και μας καλεί στο δικό του «γήπεδο», στο οποίο –υποτίθεται ότι- είναι πρωταγωνιστής: ευγλωττία και πολυλογία. Υπάρχει ο φόβος, ή μάλλον η βεβαιότητα ότι κανείς δεν θα μπορεί να σταυρώσει λέξη σε μια συνάντηση με τον Βενιζέλο.

Προσωπικά δεν πείθομαι από αυτό το επιχείρημα, ίσως γιατί γνωρίζω bloggers (βλ. πραγματική ζωή) οι οποίοι μπορούν να «στριμώξουν» και τον ικανότερο ρήτορα της Βουλής και άλλους που είναι πιο πολυλογάδες από τον Αβραμόπουλο, τον Χριστόδουλο και τον Βενιζέλο μαζί. Αλλά αυτό είναι το ζητούμενο άραγε; Να «στριμωχθεί» ο Βενιζέλος; Δεν νομίζω, αφού αρχικός σκοπός είναι να του τεθούν και πάλι τα ερωτήματα στα οποία δεν έχει απαντήσει. Θα στριμωχθεί εκ των πραγμάτων, αν δεν απαντήσει ή αν δεν απαντήσει ικανοποιητικά.

Οι περισσότεροι πάντως θεωρούν ότι αυτού του είδους οι προσκλήσεις είναι για τα μάτια του κόσμου, για επικοινωνιακή κατανάλωση, για να κυκλοφορήσει το Δελτίο Τύπου με τίτλο «Ο Ε. Βενιζέλος συζητά με bloggers»! Λες και δεν υπάρχει μετά η δυνατότητα από τα ίδια τα blogs να αποκαλυφθεί αν πράγματι η συνάντηση είναι για τα μάτια του κόσμου, αν ο Βενιζέλος είναι άσχετος με τα θέματα της κοινωνίας της πληροφορίας, αν όλο αυτό ήταν ένα επικοινωνιακό τσιρκάκι. Ο πουριτανισμός «δεν πάω γιατί θα μας χρησιμοποιήσει» είναι στην ουσία παραίτηση άνευ όρων. Πιο αποτελεσματικό θα είναι να πας και αν έχεις διαφωνίες και απογοητευτείς, τι σε εμποδίζει να τον κράξεις από το blog σου;

Έχω όμως και μερικές συγκεκριμένες προτάσεις για να κοπεί η όρεξη του Ε. Βενιζέλου για στείρα επικοινωνιακή αξιοποίηση της πρόσκλησής του.

ΙV. Η ορθή υλοποίηση της συνάντησης

1. Η ανωνυμία ως περιορισμός της επικοινωνιακής εκμετάλλευσης

Μια συνάντηση «με bloggers» δεν επιτρέπεται να οδηγήσει σε αποστέρηση της ανωνυμίας/ψευδωνυμίας των bloggers που συμμετέχουν. Με την εξαίρεση των προσώπων που τα ίδια παραιτούνται από το δικαίωμά τους αυτό – εξαίρεση όμως που δημιουργεί στην πράξη δύο ανεπιθύμητες κατηγορίες, τους επώνυμος και τους ψευδώνυμους, έτσι ώστε να έχουμε μπλογκόσφαιρα δύο «ταχυτήτων» (πρόβλημα αντίστοιχο με την «προαιρετική» αναγραφή θρησκεύματος στις ταυτότητες)- δεν πρέπει να ανακοινωθούν ονόματα, ψευδώνυμα, ούτε να μεταδοθούν από κανένα μέσο φωτογραφίες προσώπων.

Όπως η διαδικασία εκδήλωσης ενδιαφέροντος καλύφθηκε τελικά από τη δέουσα μυστικότητα, πολύ περισσότερο και η ίδια η συνάντηση-συζήτηση πρέπει να διεξαχθεί με όρους προστασίας της ανωνυμίας των bloggers. Αυτό κατ’ αποτέλεσμα περιορίζει την δυνατότητα του κ. Βενιζέλου να δώσει στην δημοσιότητα φωτογραφίες, video ή άλλο υλικό από το οποίο είναι δυνατή η ταυτοποίηση προσώπων. Επομένως, η δυνατότητα επικοινωνιακής αξιοποίησης της συνάντησης περιορίζεται σημαντικά από τα ίδια τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητα του blogger.


2. Η αρχή της διαφάνειας ως αξίωση συνδιαμόρφωσης του επικοινωνιακού αποτελέσματος της συνάντησης


Ωστόσο, αυτός ο όρος δεν σημαίνει ότι η συνάντηση πρέπει να παραμείνει στο σκοτάδι. Υπάρχει σαφέστατα ενδιαφέρον για το περιεχόμενο της συζήτησης ανάμεσα στον Βενιζέλο και τους bloggers που θα πάρουν μέρος.

  • Μπορούν να καταγραφούν πρακτικά και να αναρτηθούν εκ των υστέρων στο διαδίκτυο.
  • Επίσης μπορούν οι ίδιοι οι bloggers να ανεβάσουν υλικό με τις εντυπώσεις τους, εφόσον δεν «δίνουν» κάποιον που δεν το επιθυμεί, έστω και ως ψευδώνυμο.
  • Μπορεί να εκδοθεί ένα δελτίο τύπου, στην σύνταξη του οποίου όμως θα έχουν λάβει μέρος και οι ίδιοι οι παριστάμενοι bloggers και όχι μόνο το γραφείο τύπου του Βενιζέλου.


3. Τα πρωτότυπα ερωτήματα ως αντίβαρο στη "ρητορική υπεροχή" του πολιτικού


Επί της θεματικής, η ίδια η πρόσκληση έχει ταξινομήσει τα αναπάντητα ερωτήματα σε τρεις κατηγορίες. Με την διεύρυνση βέβαια του ακροατηρίου, οι κατηγορίες μπορεί να εμπλουτιστούν. Αυτό είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον, γιατί θα έχει το στοιχείο του «αιφνιδιασμού» του Βενιζέλου. Με τον «αιφνιδιασμό», οι bloggers μπορούν να περιορίσουν την υπεροχή του πολιτικού στο επίπεδο της ρητορικής. Υπάρχουν τόσα ζητήματα (λ.χ. ανοικτό λογισμικό στον δημόσιο τομέα – SOSάρα, αλλά δεν δίνω άλλο hint) που ένας mainstream πολιτικός ίσως να μην είναι σε θέση να τοποθετηθεί ικανοποιητικά. Επομένως, μετριάζεται και αυτό το επιχείρημα ότι ο Βενιζέλος στα προφορικά είναι εξ ορισμού καλύτερος από εμάς.

4. O τελευταίος λόγος


Ό,τι και να γίνει, στο κάτω-κάτω, αυτή η συνάντηση θα αξιολογηθεί a posteriori από τους ίδιους τους bloggers, και φαντάζομαι όχι μόνο όσους θα πάρουν μέρος, από τα ιστολόγιά τους. Οι οποίοι έτσι κι αλλιώς θα έχουν τον τελευταίο λόγο, ό,τι κι αν πει ο Βενιζέλος.


V. Aς μην ακυρώσουμε την σημασία της συμμετοχής και την αυταξία της διαλεκτικής

Οι επικοινωνιακοί σκοποί του πολιτικού είναι δεδομένοι, υπάρχουν όμως και οι συνθήκες που επιβάλλει η ιδιότητά μας ως bloggers που μετριάζουν κατά πολύ την υπεροχή αυτή που προβάλλεται ως ο μπαμπούλας για να αποτρέψει τους bloggers από την συνάντηση με το «τέρας».

Από όλα τα παραπάνω βέβαια, δεν δίνεται απάντηση σε αιτιάσεις του στυλ «θα πάνε πολλοί μαλάκες επειδή τους γοητεύει η γαμημένη η εξουσία». Αυτή η γενίκευση μπορεί να αφορά και όσους πάνε να ψηφίσουν στις εκλογές (ανεξάρτητα από το κόμμα ή το λευκό/άκυρο που μπορεί να ρίξουν) ή και σε όσους προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη για να λύσουν τις διαφορές τους (και αυτή εξουσία είναι) ενώ θα μπορούσαν, ας πούμε, να πάρουν τον «νόμο» στα χέρια τους. Πιο ψαγμένο είναι το επιχείρημα ότι «με την παρουσία σας νομιμοποιείτε τον Βενιζέλο», τον οποίο στην πραγματικότητα μπορεί να αντιπαθούμε, να απεχθανόμαστε, έως να προτιμούμε για προεδρο ΠΑΣΟΚ ή και για πρωθυπουργό. Η φυσική παρουσία δεν σημαίνει τίποτα το δεδομένο, όταν πηγαίνεις σε μια συνάντηση γεμάτος ερωτήματα που δεν απαντήθηκαν και αξιώνεις την απάντησή τους.

Το επιχείρημα συνδέεται με κυνικό ρεαλισμό: «νομίζεις ότι θα αλλάξει κάτι;» Ναι, νομίζω ότι «κάτι» έχει ήδη αλλάξει, γιατί δεν μας έχει ξανακαλέσει σε συνάντηση πολιτικός που ομολόγησε ότι δεν τα βγάζει πέρα με τις ερωτήσεις μας στο blog του. Αυτό είναι μία αλλαγή. Το αν αποσκοπεί σε επικοινωνιακή εκμετάλλευση και μόνο, είναι δεύτερη σκέψη, την οποία όπως ανέλυσα παραπάνω μπορούμε να περιορίσουμε με τον δικό μας τρόπο.

Η κατάργηση της ηλεκτρονικής διαμεσολάβησης στο διάλογο με έναν πολιτικό μπορεί με μεγάλη πιθανότητα να οδηγήσει σε ένα χάος επιχειρημάτων, αλλά και πιθανών απαντήσεων, το οποίο δεν έχουμε κανένα λόγο να μην επιδιώξουμε.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 26, 2007

To blog του Ε.Βενιζέλου ακολουθεί την πρόταση e-lawyer

Ο κ. Ε.Βενιζέλος ανακοίνωσε από το ιστολόγιό του την επιθυμία του να συναντηθεί με ανθρώπους από το χώρο της ελληνικής μπλογκόσφαιρας και ζήτησε γι' αυτό από τους ενδιαφερόμενους να δηλώσουν ανοικτά τη συμμετοχή τους με ανάρτηση τίτλου μπλογκ και ηλεκτρονικής διεύθυνση στα comments του evenizelos.blogspot.com


Ενώ ήδη είχαν δημοσιοποιηθεί αρκετές, όπως ήταν αναμενόμενο, δημόσιες δηλώσεις ενδιαφέροντος, δεν έλειψαν και μερικά μηνύματα "καχυποψίας" για τη διαδικασία, τη σκοπιμότητα και την τύχη των δημόσια παρασχεθέντων στοιχείων.

Στο πεδίο των comments έγινε μία παρέμβαση εκ μέρους του e-lawyer με το εξής περιεχόμενο:


Κύριε Καθηγητά,
θετική η πρωτοβουλία, προβληματική η υλοποίηση σεεπίπεδο προσκλήσεων:δεν υπάρχει κανένας λόγος η εκδήλωση ενδιαφέροντος να γίνεται μέσα στα comments.Τα προβληματικά σημεία της υλοποίησης:

(α) Γιατί να πρέπει να μάθουν και οι υπόλοιποι που με γνωρίζουν ως μπλόγκερ ότι ενδιαφέρομαι να σας συναντήσω; Εγώ μπορεί ναμην το επιθυμώ. Σας υπενθυμίζω την απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων για το μητρώο "φίλων" του ΠΑΣΟΚ, κατά την προηγούμενη διαδικασία εκλογής προέδρου. Οι "φίλοι" δεν είναι "μέλή" για να εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 7Α του Ν.2472/1997. Εκτός αυτού, τα δεδομένα που μπορεί να αποκαλύπτουν πολιτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις είναι "ευαίσθητα δεδομένα".

(β) Γιατί στα σχόλια δημοσιοποιούνται και αυτά που οι σχολιαστές έχουν δηλώσει να μην αναρτώνται; Δεν έχουν το δικαίωμα του πληροφοριακού τους αυτοπροσδιορισμού;

(γ) Υπάρχει ο κίνδυνος του spamm από τη δημόσια ανάρτηση των mail μας εδώ και την έχουν εντοπίσει οι σχολιαστές.

(δ) Αναφέρθηκε υποψία ότι τα στοιχεία θα αποτελέσουν βάση δεδομένων για αποστολή υλικού και στο mail. Είμαστε καλόπιστοιπως δεν θα παραβιάσετε την αρχή του δεσμευτικά καθορισμένου σκοπού της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, αλλά σας καλούμε να το διευκρινίσετε και ρητά, ώστε να ξέρουμε πως θα διαθέσουμε τις πληροφορίες που μας αφορούν.


Πρόταση: κλείστε τα σχόλια και ανοίξτε ένα ειδικό e-mail account για να συλλέξετε τις αιτήσεις ενδιαφέροντος - δηλώστε παράλληλα πως υλικό θα αποστέλλεται στο μέλλον μόνο σε όποιον ρητά το ζητήσει. Αποδείξτεότι έχετε πράγματι ευαισθησία και στοιχειώδη αντίληψη της λειτουργίας και τωνιδιαιτεροτήτων του κυβερνοχώρου
.


Η αντίδραση ήταν άμεση: περίπου σε 20 λεπτά εστάλη μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο e-lawyer από την προσωπική διεύθυνση του κ. Βενιζέλου, στο οποίο συνεργάτης του μας ενημέρωσε ότι συμφωνεί με τις συστάσεις μας και ότι ύστερα από ενημέρωση του κ. Βενιζέλου θα προβεί στις τροποποιήσεις. Πράγματι, στη συνέχεια έγινε τροποποίηση της διαδικασίας συλλογής αιτήσεων ενδιαφέροντος για συμμετοχή στη συζήτηση με τον κ. Βενιζέλο.

Η σχετική ανακοίνωση έχει ως εξής:



Επειδή αρκετοί από εσάς επισημάνατε ότι ο τρόπος δήλωσηςσυμμετοχής στη συνάντηση είναι προβληματικός (προστασία προσωπικών δεδομένων,spam, κτλ), από εδώ και στο εξής θα ακολουθείται η εξής διαδικασία, την οποία προτείνει και ο e-lawyer σε σχετικό μήνυμά του:


· Δηλώσεις συμμετοχής θα γίνονται με αποστολή μηνύματος στο e-mail
evenizelos2@gmail.com

· Στον χώρο Subject του μηνύματος πρέπει να αναγράφεται η φράση «Για τη συνάντηση με τους μπλόγκερς»· Στο μήνυμά σας πρέπει να αναφέρετε απλά και μόνο το όνομα του μπλογκ σας

· Όταν καθοριστεί ο χώρος και ο χρόνος της συνάντησης, όσοι δήλωσαν συμμετοχή θα ειδοποιηθούν με σχετικό απαντητικό e-mail

Διαβεβαιώνουμε τους συμμετέχοντες ότι:
· το email τους δεν θα χρησιμοποιηθεί για αποστολή οποιουδήποτε υλικού και δεν θα αποτελέσει υλικό καμμίας βάσης δεδομένων.

· θα τηρηθεί απολύτως η αρχή της ανωνυμίας καθώς οι συμμετέχοντες δεν θα δηλώνουν το όνομά τους κατά την είσοδο, αλλά απλά έναν αριθμό που θα τους αποσταλεί.

Ως εκ τούτου όλες οι συμμετοχές που έχουν καταγραφεί ως τώρα στο μπλογκ ισχύουν κανονικά, αλλά θα σβηστούν από τον χώρο των μηνυμάτωνκαι θα περάσουν στη λίστα συμμετοχών που καταρτίζεται. Ζητούμε συγγνώμη για την αλλαγή αυτή και σας ευχαριστούμε...

ΠΡΟΣΟΧΗ: Όσοι δεν διαθέτουν μπλογκ και θέλουν να συμμετέχουν μπορούν να το δηλώσουν. Εάν στον χώρο που θα επιλεγεί υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις, θα ειδοποιηθοεί ικανός αριθμός τους μέχρι και την συμπλήρωσηόλων των κενών θέσεων. Η σειρά που θα τηρηθεί για την επιλογή τους είναι αυτή της αυστηρής χρονικής προτεραιότητας της δήλωσης.


Ύστερα από αυτή την άμεση και πλήρη υιοθέτηση και εφαρμογή της πρότασής μας, είμαι υποχρεωμένος να απευθύνω θερμά συγχαρητήρια στην ομάδα του κ. Βενιζέλου και τον ίδιο προσωπικά. Το "είναι προφανές ότι δηλώνω παρών", ένα χαριτωμένο σλόγκαν που συνοψίζει την προσωπικότητα του κ. Βενιζέλου, είναι προφανές ότι είναι κυριολεκτικό, τουλάχιστον στο Διαδίκτυο.

Είναι προφανές, λοιπόν, ότι και εμείς θα είμαστε παρόντες, μαζί με το φάκελο των σημαντικότερων ζητημάτων που έχουν θιγεί και μέσα από το e-lawyer (διαφάνεια, αυτορρύθμιση, ελευθερίες, θεσμικά), το οποίο σε κάθε περίπτωση διατηρεί την αντικειμενικότητα, την ανεξαρτησία του, κρατώντας ίσες αποστάσεις, πέρα και πάνω από πρόσωπα και κόμματα. Και θα παρακολουθήσουμε επίσης την μετέπειτα πορεία και την πρόθεση υλοποίησης όσων θεμάτων τεθούν.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 21, 2007

Οριακά αντισυνταγματική η επέμβαση στην Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων

Σύμφωνα με σημερινό δημοσίευμα, η κυβέρνηση εξετάζει νομοθετική τροποποίηση των απαιτούμενων ιδιοτήτων του Προέδρου της Εθνικής Αρχής για την Καταποέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων Από Εγκληματικές Δραστηριότητες.

Η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 7§3 εδ. α΄ του Ν.3424/2005 είναι η εξής:

Πρόεδρος της Αρχής διορίζεται επί τιμή Ανώτατος Δικαστικός ή Εισαγγελικός Λειτουργός ή πρόσωπο εγνωσμένου κύρους, ευρείας κοινωνικής αποδοχής και εμπειρίας στο χρηματοπιστωτικό τομέα.


Σύμφωνα με το δημοσίευμα, εξετάζεται τροποποίηση προκειμένου ο Πρόεδρος της Αρχής να μην είναι "επί τιμή" αλλά εν ενεργεία ανώτατος δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός.

Ο νομοθέτης έχει επιλέξει συνειδητά για τη θέση του προέδρου τον διορισμό ενός "επί τιμή" Ανώτατου Δικαστικού. Το θέμα έχει απασχολήσει τον λέκτορα Νομικής και ποινικολόγο κ. Λίβο , ο οποίος σε δημοσίευσή του αναφέρει ότι η επιλογή αυτή οφείλεται στο άρθρο 89§3 του Συντάγματος ("Πολύ κακό για το τίποτα"; Οι ανακριτικές αρμοδιότητες της Εθνικής Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, Ποινικά Χρονικά ΝΣΤ/2006, σελ. 381).

Σύμφωνα με το άρθρο 89§3 εδ. α΄ του Συντάγματος:

Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται.


Η διάταξη αποτελεί εγγύηση τήρησης της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών που καθιερώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος. Βάσει αυτής της αρχής, η εκτελεστική εξουσία ασκείται από την Κυβέρνηση και τον ΠτΔ, άρα όχι και απο τους δικαστές, οι οποίοι πρέπει να είναι απασχολημένοι αποκλειστικά με την απονομή της Δικαιοσύνης.


Ως γνωστόν οι ανεξάρτητες αρχές στην Ελλάδα έχει αποφασιστεί κυριαρχικά ότι αποτελούν τμήματα της Διοίκησης, μέσω της συνταγματικής τοπογραφίας. Αυτό αποτυπώνεται στο άρθρο 101Α του Συντάγματος, το οποίο καθορίζει ορισμένα ζητήματα για τις ανεξάρτητες αρχές (επιλογή μελών από τη Διάσκεψη της Βουλής κλπ.) και αποτελεί μέρος του Τμήματος ΣΤ' του Συντάγματος, το οποίο Τμήμα τιτλοφορείται πανηγυρικά "Διοίκηση".

Άρα, η ανάθεση σε έναν εν ενεργεία δικαστικό λειτουργό του ρόλου του Προέδρου μιας ανεξάρτητης αρχής είναι εκ πρώτης όψεως αντίθετη στο άρθρο 89§3 του Συντάγματος.

Μπορούν να διατυπωθούν, πάντως, μερικές σκέψεις που μπορούν να ανατρέψουν αυτό το εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα.

Πρωτ' απ' όλα, η Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, μολονότι διαθέτει την πιο μακρόσυρτη επωνυμία από όλες τις ανεξάρτητες αρχές, δεν είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει εφαρμογή επ' αυτής το άρθρο 101Α του Συντάγματος, το οποίο με τη σειρά του σημαίνει ότι δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι εντάσσεται μονοσήμαντα στην "Διοίκηση", όπως οι 5 συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές.

Επανερχόμαστε έτσι να αναζητούμε το κατά πόσον η Αρχή είναι διοικητική ή κάτι άλλο, επειδή ορισμένοι ευφάνταστοι αντιφορμαλιστές ανώτατοι δικαστές του Supreme Court είχαν βγάλει στις αρχές του 20ου αιώνα μια απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν μπορούσε να απολύσει ένα μέλος μιας ανεξάρτητης αρχής επειδή έτσι του κάπνισε, ακριβώς επειδή ο Πρόεδρος δεν μπορεί να επεμβαίνει σε ένα όργανο που ΔΕΝ υπάγεται στην εκτελεστική εξουσία, αλλά είναι ένα αμάλγαμα που ασκεί εν μέρει οιονεί νομοθετικές (δηλ. κανονιστικές) και εν μέρει οιονεί δικαστικές (δηλ. διαπιστωτικές) αρμοδιότητες. Με λίγα λόγια, οι αμερικάνοι που πρώτοι θέσπισαν ανεξάρτητες αρχές πριν από 110 χρόνια περίπου, είπαν αρχικά ότι αυτά τα όργανα είναι εντελώς sui generis και έχουν χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στη δικαιοδοτική και την νομοθετική λειτουργία. (Τελευταία βέβαια οι αμερικάνοι δικαστές τα γυρίζουν και η επιρροή του Προέδρου θεωρείται ακόμη και νομιμοποιητικό στοιχείο για την λειτουργία και τις αποφάσεις μιας ανεξάρτητης αρχής εκεί).

Τι γίνεται λοιπόν στην περίπτωση της ΕΑΚΝΕΑΕΔ (χάλια ακρωνύμιο, έτσι;) που δεν είναι Διοίκηση κατά το Σύνταγμα και από την άλλη έχει ένα σωρό κλασικές ανακριτικές αρμοδιότητες που συνήθως (δηλ. σε όλες τις άλλες περιπτώσεις) ασκούνται από την Εισαγγελία και όχι απο ανεξάρτητες αρχές και επιπλέον ΔΕΝ έχει κανονιστικές αρμοδιότητες; Θα έλεγα ότι απαντάει ο ίδιος ο Ν.3424/2005, ονομάζοντάς την, κόντρα στην μόδα "Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή" και όχι "ανεξάρτητη αρχή", όπως επέμενε η τρέντι Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής να ονομάστεί το όργανο, προφανώς επηρεασμένο από το αφαιρετικό (μόνο σε αυτό το σημείο) νέο μας Σύνταγμα. Από την άλλη πλευρά, για τις αμιγώς προανακριτικές της αρμοδιότητες, ο κ. Λίβος (στο παραπάνω άρθρο του) και ο κ. Στεφάνου, καθηγητής Ποινικού του ΔΠΘ (σε άρθρο του στο ίδιο περιοδικό) έχουν μιλήσει ευθέως για αντισυνταγματικότητα ο πρώτος και για συνταγματική εκτροπή ο δεύτερος, ο οποίος μάλιστα αποκαλεί την ΕΑΚΝΕ (πιο κομψο) "πάνοπλή παραεισαγγελία". Άρα, αν βγάλουμε τις προανακριτικές, ως αντισυνταγματικές πες, μένουν πια οι ελεγκτικές αρμοδιότητες της Αρχής. Εξάλλου και η ΑΠΔΠΧ έχει προανακριτικές και παρόλο που είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, υποτάσσεται στην τοπογραφία του άρθρου 101Α. Επομένως: διοίκηση


Από την άλλη πλευρά, τι "επί τιμή", τι "εν ενεργεία". Η περίπτωση των δικαστικών λειτουργών είναι η μόνη ίσως συνταγματική κατηγορία (μαζί με την ιδιότητα του ανθρώπου) που είναι ισόβια. Το άρθρο 88§1 του Συντάγματος λέει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ισόβιοι. Επομένως είτε "επί τιμή", είτε " εν ενεργεία" και πάλι είναι δικαστικοί λειτουργοί. Η απαγόρευση του άρθρου 89§3 δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε "επί τιμή " και "εν ενεργεία", αναφέρει απλως ότι "η ανάθεση δικαστικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται".


Επομένως, η μόνη διέξοδος είναι η διερεύνιση της εφαρμογής του άρθρου 89§2 του Συντάγματος που αναφέρει ότι "κατ' εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να [...] μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα [...]."

Η διάταξη δεν λύνει τόσο εύκολα το πρόβλημα, όσο ίσως φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Διότι αν και η Αρχή αυτή είναι "ελεγκτικού χαρακτήρα", άλλο "μετέχω σε επιτροπή" και άλλο τοποθετούμαι Πρόεδρος της επιτροπής. Ένας Πρόεδρος έχει την βασική αρμοδιότητα της εκπροσώπησης της Αρχής στον "έξω κόσμο" (μέχρι του σημείου να την κάνει δική του: "Αρχή Ζορμπά") και την τήρηση διαδικαστικών και διοικητικών ισορροπιών στο εσωτερικό της. Το Σύνταγμα, επιτρέποντας σε δικαστικούς να μετέχουν σε οιονεί δικαιοδοτικές επιτροπές (όπως λ.χ. επιτροπές ενστάσεων κλπ) το κάνει ως μία εξαίρεση από την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (όπως και σε πολλά άλλα σημεία που επιδιώκεται περισσότερο η "διασταύρωση " και όχι τόσο η διάκριση) ακριβώς επειδή οι δικαστές, λόγω της εμπειρίας τους αλλά και της προσωπολειτουργικής ανεξαρτησίας τους θα είναι καλύτεροι εγγυητές, ας πούμε, για τα πορίσματα αυτών των διοικητικοδικαιοδοτικών επιτροπών. Η εξαίρεση επιτρέπει δηλαδή στους δικαστές να ασκούν οιονεί δικαιοδοτικά καθήκοντα, ακόμη και μέσα σε συμβούλια-επιτροπές. Αλλά ως μέλη, όχι ως Πρόεδροι που έχουν εξ ορισμού "προεδρικές" δηλ. ρυθμιστικές της εσωτερικής και εξωτερικής λειτουργίας, δηλαδή κατά κύριο λόγο διοικητικές αρμοδιότητες. "Μετέχω" δεν σημαίνει κατ' ανάγκη και "προεδρεύω", μπορεί να υποστηριχθεί μάλιστα ότι υπάρχει ουσιώδης απόκλιση και από το σκοπό της εξαίρεσης του Συντάγματος, ο οποίος είναι οι δικαστές να παραμείνουν δικαστές ακόμη και στις δικαιοδοτικές-ελεγκτικές επιτροπές. Φαίνεται όμως ότι αυτό δεν έχει ληφθεί σοβαρά υπόψη απο τον κοινό νομοθέτη. Έτσι έγινε κανόνας να ορίζονται πρόεδροι ανεξάρτητων αρχών ανώτατοι δικαστές (βλ. λ.χ. Δαφέρμος και Γουργουράκης στην ΑΠΔΠΧ, Λασκαρίδης στο ΕΣΡ).

Όταν θεσπίστηκε η διάταξη του άρθρου 89, δεν υπήρχαν στην Ελλάδα ανεξάρτητες αρχές. Πολύ περισσότερο, δεν υπήρχαν ανεξάρτητες αρχές με προανακριτικές αρμοδιότητες που αποκλίνουν από διατάξεις της ποινικής δικονομίας. Από την άλλη, τίποτε δεν εμποδίζει να θεωρήσουμε ότι οι ανεξάρτητες αρχές όπως η ΕΑΚΝΕΑΕΔ (ουφ) είναι πράγματι συμβούλια-επιτροπές οιονεί ελεγκτικοδικαιοδοτικές. Άρα, ναι στους δικαστές στις επιτροπές του άρθρου 89§2 που μπορεί να είναι και ανεξάρτητες. Επομένως, "όχι δικαστής" σε θέση μονοπρόσωπης ανεξάρτητης αρχής που δεν είναι "επιτροπή-συμβούλιο", όπως λ.χ. ο Συνήγορος του Πολίτη, ο Συνήγορος του Καταναλωτή και ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης; Και πως είναι δυνατόν να γίνει δεκτή αυτή η εξαίρεση, την ώρα μάλιστα που, για να κάνω το ζήτημα ακόμη πιο περίπλοκο, ο Συνήγορος του Πολίτη αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένη Αρχή ενώ και ο νυν και ο πρώην ΓΕΔΔ είναι ανώτατοι δικαστες;

Μία έμμεση απάντηση σε αυτό το ερώτημα προέρχεται από την απάντηση σε ένα άλλο ερώτημα: ποιος κρίνει τελικά αν θα είναι ή όχι συνταγματική η τροποποίηση που φέρεται ότι εξετάζει η κυβέρνηση; Μα, ποιος άλλος εκτός από τον Εισαγγελέα στο οποίο θα διαβιβάσει το πόρισμά του ο μετά την τυχόν τροποποίηση κ. Πρόεδρος της ΕΑΚΝΕΑΕΔ. Αλλά δεν θα είναι, βέβαια, πάντα αυτός ο Εισαγγελέας τελικός κριτής.



Συνάντηση e-lawyer με Γιώργο Ζορμπά

Σήμερα πήγα και κατέθεσα αίτηση θεραπείας κατά της προηγούμενης απάντησης Ζορμπά στο αίτημά μου για αντίγραφο του Πορίσματος και δημοσίευσής του στο e-lawyer. O υπάλληλος ειδοποίησε επί τόπου τον Πρόεδρο της Αρχής, ο οποίος ζήτησε να με δει στο γραφείο του. Στη συνέχεια είχαμε μία συζήτηση, η οποία κράτησε περίπου μία ώρα και κατά την οποία συζητήθηκαν πολλά ζητήματα σχετικά με την ποινική δικονομία, αλλά και με άλλες πολύκροτες υποθέσεις που έμειναν τελικά για πάντα στο "αρχείο".
Επί του θέματος του Πορίσματος, η απάντηση τελικά είναι ότι δεν υπάρχει αντίγραφο του εγγράφου αυτού στο αρχείο της Αρχής για την Καταπολέμηση Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες. Ο Πρόεδρος βέβαια επιμένει ότι το εν λόγω Πόρισμα δεν είναι διοικητική πράξη, αλλά ούτως ή άλλως αφού δεν υπάρχει αντίγραφό του στο αρχείο του γιατί "δεν του ανήκει" το κείμενο αυτό, όπως μου είπε, προφανώς δεν μπορεί να αναζητηθεί από εκεί.
Θα μπορούσε όμως να αναζητηθεί από το αρχείο της Εισαγγελίας, αφού μάλιστα ο αρμόδιος εισαγγελέας έχει εκφραστεί αρνητικά για την νομιμότητα του πορίσματος.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 18, 2007

Απάντηση Αρχής Ζορμπά σε e-lawyer για το Πόρισμα

Στις 24.8.2007 το e-lawyer υπέβαλε ενώπιον της Εθνικής Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές δραστηριότητες μία αίτηση για λήψη αντιγράφου του Πορίσματος Ζορμπά, με σκοπό την ανάρτησή της στο Διαδίκτυο.

Σήμερα, 18.09.2007 λάβαμε συστημένη επιστολή από την Αρχή με το παρακάτω περιεχόμενο.


"Κατόπιν της ανωτέρω σχετικής αιτήσεώς σας, σας γνωρίζουμε ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν συντρέχει νόμιμος λόγος ικανοποιήσεως του αιτήματός σας, επειδή αυτό δεν αφορά στην χορήγηση αντιγράφου διοικητικού περιεχομένου εγγράφου. Η αναφερόμενη στο έγγραφό σας Πορισματική Έκθεση δεν είναι προϊόν διοικητικής έρευνας, ως εσφαλμένος υποθέτετε, αλλά πόρισμα προανακριτικής έρευνας, που διέπεται από την αρχή της μυστικότητας της προδικασίας (άρθρο 241 Κ.Π.Δ.) που ενήργησαν ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι υπό την εποπτεία του Προέδρου της Αρχής, κατ΄ειδική πρόβλεψη του Ν.3424/2005, το οποίο απεστάλη ήδη στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή εν όψει και της διεξαγόμενης επί της υποθέσεως κυρίας ανακρίσεως, η επί της οποίας προβλεπομένη υπό του νόμου μυστικότης, εξασφαλίζουσα την προκείμενη δικαστική έρευνα (άρθρο 5 παρ. 3 του Ν.2690/1999 σε συνδ. προς άρθ. 3 παρ. ιγ του Ν.3448/2006) δεν δύναται να παραβιασθεί. Τέλος σας γνωρίζουμε ότι, σύμφώνως προς το άρθρο 147 Κ.Π.Δ., σχετικώς με την χορήγηση εγγράφων στοιχείων της ποινικής διαδικασίας, κατά το στάδιο της προδικασίας εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 101, 104, 107 και 108 Κ.Π.Δ. , ενώ σε οποιονδήποτε τρίτον έχοντα έννομο συμφέρον είναι δυνατόν να δοθούν αντίγραφα με ομόφωνη έγκριση ανακριτού και Εισαγγελέως.



Ο Πρόεδρος της Εθνικής Αρχής


Γεώργιος Ζορμπάς"


Ωστόσο, στην παραπάνω απάντηση παρουσιάζει τα εξής ζητήματα:

- Το άρθρο 5§3 Ν.2690/1999 π΄ροβλέπει διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής να αρνηθεί τη χορήγηση αντιγράφου "αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, διοικητικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης". Άρα έχει την ευχέρεια και να ικανοποιήσει το αίτημα, αν η κοινοποίηση δεν δυσχεραίνει ουσιωδώς. Άλλωστε, ο Πρόεδρος της Αρχής ούτε διέψευσε ούτε επιβεβαίωσε τα φερόμενα αποσπάσματα του Πορίσματος που δημοσιεύθηκαν στην ημερήσιο τύπο. Αν αυτά τα αποσπάσματα είναι ακριβή, τότε δεν συντρέχει πλέον δυνατότητα "ουσιώδους δυσχέρανσης της έρευνας", αφού ως στοιχεία έχουν δοθεί ήδη στην δημοσιότητα.

- Η αιτιολόγηση της απόρριψης σε αίτημα χορήγησης αντιγράφων πρέπει να είναι "αιτιολογημένη". Αιτιολόγηση διοικητικής πράξης δεν σημαίνει όμως μόνον παράθεση νομικών διατάξεων, αλλά πρέπει να "περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της". Πρέπει δηλαδή να μας πει η Αρχή για ποιο λόγο η χορήγηση αντιγράφου "είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς" την έρευνα των δικαστικών αρχών. Και να μας πει που το ξέρει αυτό, αφού η δική της έρευνα έχει τελειώσει με την έκδοση του Πορίσματος.
- Περαιτέρω, στην αίτηση του e-lawyer υπάρχει επίκληση έντονου δημόσιου ενδιαφέροντος που θα επέτρεπε την δημοσιοποίηση, αν όχι όλης, έστω ορισμένων αποσπάσμάτων από το Πόρισμα. Η Αρχή όφειλε να εξετάσει μήπως κατ' εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, στη στάθμιση του δικαιώματος πληροφόρησης του κοινού και τήρησης της μυστικότητας της προδικασίας επιβαλλόταν η χορήγηση μέρους του Πορίσματος. Κάτι τέτοιο δεν πράττει η Αρχή, απαντώντας μονολεκτικά ότι η απαγόρευση του άρθρο 241 ΚΠΔ είναι απόλυτη. Για την υποστήριξη της άποψης αυτής, το e-lawyer επικαλέστηκε νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που κάνει ευρεία χρήση της αρχής της αναλογικότητας, ώστε να επιτραπεί η μερική έστω πρόσβαση σε έγγραφα που καλύπτονται από το απόρρητο.
Η μυστικότητα της προδικασίας δεν είναι ανεξαίρετος κανόνας. Σε διεθνείς εκθέσεις αναφέρεται ότι στην Ελλάδα αντί για θεσμική διαφάνεια πληροφοριών, υπάρχουν μόνο κατευθυνόμενες διαρροές στον τύπο. Αυτό πρέπει να αλλάξει, και θα αλλάξει.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν στοιχεία τα οποία όφειλε να είχε λάβει υπόψη της η Αρχή, αφού τέθηκαν και με το κείμενο της αίτησης του e-lawyer.
Συνεπώς, στη συνέχεια τα επιχειρήματα αυτά θα τεθούν εκ νέου ενώπιον της Αρχής με αίτηση θεραπείας που θα υποβληθεί σύμφωνα με το Ν.2690/1999 και Ν.3448/2006. Αν η απάντηση στην αίτηση θεραπείας είναι αρνητική, θα ασκηθεί η προβλεπόμενη από το άθρρο 5 Ν.3448/2006 δευτεροβάθμια προσφυγή ενώπιον του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης.
Παράλληλα, το e-lawyer θα προσφύγει και με σχετική αναφορά στον Συνήγορο του Πολίτη.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 06, 2007

10.000€ αποζημίωση για sms υποψηφίων χωρίς συγκατάθεση

Πολλά γράφονται αυτές τις μέρες για το κατά πόσον επιτρέπεται ή όχι η αποστολή sms από υποψήφιους κατά την προεκλογική περίοδο. Όταν με ρωτούν σχετικά, πάντα απαντάω ότι στον τομέα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων επιτρέπονται (σχεδόν) τα πάντα, εφόσον τηρηθούν συγκεκριμένοι όροι και προϋποθέσεις.

Για την γενική περίπτωση της άμεσης επικοινωνίας υποψηφίων με τους εκλογείς, υπάρχει η απόφαση 11/2001 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων, η οποία αναφέρει ότι επειδή «η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για τις ανάγκες του δημοκρατικού πολιτεύματος (επικοινωνία μεταξύ υποκειμένων του ενεργητικού και του παθητικού εκλογικού δικαιώματος), δεν απαιτείται συγκατάθεση του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων», ενώ «ευνόητο είναι ότι η συλλογή των ως άνω προσωπικών δεδομένων μπορεί να γίνεται μόνο από δημόσια προσβάσιμες πηγές και ότι απαγορεύεται η διάθεση σε τρίτους των εν λόγω αρχείων των βουλευτών και των υποψηφίων για το βουλευτικό αξίωμα.». Στην ίδια απόφαση, όμως, η Αρχή αναφέρει ότι επιβάλλεται οι υποψήφιοι να έχουν γνωστοποιήσει τα αρχεία τους προηγουμένως στην Αρχή, όπως επιβάλλει το άρθρο 6. [Σημειωτέον, ότι τα πολιτικά κόμματα δεν απαιτείται να γνωστοποιήσουν αρχείο για τα δεδομένα των μελών τους, όταν τα έχουν λάβει με συγκατάθεσή τους – άρθρο 7Α§1 περ. γ Ν.2472/1997].

Πιο πρόσφατα, μετά την ευρεία τροποποίηση του δικαίου προστασίας προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών με το Ν.3471/2006, όταν ο Ελεύθερος Τύπος (4.9.2007, σελ. 33) ρώτησε αν οι περιορισμοί που ισχύουν για την άμεση διαφήμιση προϊόντων και υπηρεσιών –που θέτουν πιο αυστηρές προϋποθέσεις, ιδίως για την αποστολή μηνυμάτων με ηλεκτρονικά μέσα- ισχύουν και για την πολιτική επικοινωνία, η Αρχή απάντησε στη εφημερίδα «από το περιεχόμενο του εγγράφου ερωτήματος που μας υποβάλατε σχετικά με τη μαζική αποστολή sms από υποψήφιους βουλευτές και τις τηλεφωνικές κλήσεις στα σπίτια ψηφοφόρων, προκύπτει ότι διατελείτε εν γνώσει τόσο του περιεχομένου των ρυθμίσεων του Ν.3471/2006 [...] όσο και τις θέσεις που έχει λάβει στο παρελθόν η Αρχή. Κατόπιν τούτου, δεν κρίνεται απαραίτητη οποιαδήποτε άλλη διευκρίνιση». Δηλαδή: ήξεις αφήξεις ουκ εν τω πολέμω θνήξεις. Συγχαρητήρια στην Αρχή - Πυθία.

Ενώ η εφημερίδα ρώτησε αν οι γενικοί περιορισμοί για την άμεση εμπορική μη ζητηθείσα τηλεπικοινωνιακή διαφήμιση προϊόντων ισχύουν και στην πολιτική επικοινωνία με sms, η Αρχή ουσιαστικά δ ε ν απαντά.

Ας προσπαθήσουμε να απαντήσουμε εμείς.

Πρώτ’ απ’ όλα, είναι κρίμα που η Αρχή μάλλον δεν γνωρίζει (γιατί αλλιώς θα το ανέφερε στην απάντησή της στον Ελεύθερο Τύπο) ότι το ζήτημα έχει απασχολήσει το 27ο Διεθνές Συνέδριο Επιτρόπων Προστασίας Δεδομένων και Ιδιωτικότητας του 2005. Σε αυτή τη συνδιάσκεψη, οι Αρχές Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων από όλο τον κόσμο εξέδωσαν μια άκρως διαφωτιστική Διακήρυξη για το θέμα της άμεσης πολιτικής επικοινωνίας (Resolution on the Use of Personal Data for Political Communication) και τους όρους που επιτρέπεται η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων σε αυτό το πλαίσιο .

[Σ.σ. η ελληνική Αρχή δεν θεωρεί σκόπιμο να συμμετέχει σε τέτοια διεθνή συνέδρια και να συνδιαμορφώνει ρυθμίσεις. Η συγκεκριμένη Διακήρυξη ήταν Πρωτοβουλία της Ιταλικής Επιτροπής Προστασίας Δεδομένων με την υποστήριξη της Ομοσπονδιακού Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων της Ελβετίας, του Ομοσπονδιακού Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων της Γερμανίας, της Γενικής Επιθεωρητή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων της Πολωνίας και του Επίτροπου Προστασίας Δεδομένων του Βερολίνου. Πέρσι πήγα στο Διεθνές Συνέδριο για τις Διεθνείς Διαβιβάσεις Προσωπικών Δεδομένων στις Βρυξέλλες και ενώ εκπροσωπούνταν οι πάντες ήμουν ο μόνος έλληνας – ιδιώτης, φυσικά. Υπήρχαν οι Αρχές από όλο τον κόσμο – αλλά όχι και η ελληνική.]

Πιο κάτω, μεταφράζω στα ελληνικά αυτή τη Διακήρυξη:



27ο Διεθνές Συνέδριο
των Επιτρόπων Προστασίας Δεδομένων και Ιδιωτικότητας




Montreaux (Ελβετίας), 14-16 Σεπτεμβρίου 2005


Διακήρυξη για τη Χρήση Προσωπικών Δεδομένων στην Πολιτική Επικοινωνία

Το Συνέδριο

Επειδή η πολιτική επικοινωνία είναι θεμελιώδης συνιστώσα της συμμετοχής των πολιτών, των πολιτικών δυνάμεων και των υποψηφίων στο δημοκρατικό βίο και η σημασία του ελεύθερου πολιτικού λόγου αναγνωρίζεται ως ένα θεμελιώδες δικαίωμα.

Επειδή η ιδιότητα του πολίτη προϋποθέτει το δικαίωμα των πολιτών να συλλέγουν πληροφορίες και να ενημερώνονται ικανοποιητικά κατά τη διάρκεια πολιτικών και [αυτό]διοικητικών εκλογικών εκστρατειών. επειδή αυτά τα δικαιώματα αφορούν επίσης άλλα ζητήματα, γεγονότα και πολιτικές θέσεις χρήσιμες για την συνειδητή επιλογή σε άλλες περιστάσεις της πολιτικής ζωής –δημοψηφίσματα, επιλογή υποψηφίων, πρόσβαση στις πληροφορίες των πολιτικών οργανισμών ή των εκλεγμένων αντιπροσώπων .

Επειδή οι πολιτικές δυνάμεις και γενικά οι πολιτικοί οργανισμοί, όπως και οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι χρησιμοποιούν ποικίλα μέσα επικοινωνίας και χρηματοδότησης, πηγές πληροφοριών και νέες τεχνολογίες, προκειμένου να επιτύχουν ευθεία και προσωπική επαφή με ευρείς κατηγορίες υποκειμένων δεδομένων.

Επειδή σε έναν αυξανόμενο αριθμό χωρών υπάρχει μία τάση για την αύξηση της θεσμικής επικοινωνίας από εκλεγμένους υποψήφιους και φορείς, συμπεριλαμβανομένων αυτών που διεξάγονται σε τοπικό επίπεδο ή μέσω ηλεκτρονικής διακυβέρνησης,. καθώς αυτή η δραστηριότητα ορισμένες φορές, προϋποθέτοντας την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, αντιστοιχεί σε δικαιώματα των πολιτών για ενημέρωση για την δραστηριότητα των παραπάνω εκλεγμένων .

Επειδή σε αυτό το πλαίσιο, συλλέγεται διαρκώς μεγάλη ποσότητα προσωπικών δεδομένων από πολιτικούς οργανισμούς και σε μερικές περιπτώσεις αυτά τυγχάνουν επεξεργασίας με επιθετικές μεθόδους, με εφαρμογή ποικίλων τεχνικών, συμπεριλαμβανομένων των ερωτηματολογίων, συλλογών διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μέσω λογισμικών / μηχανών αναζήτησης, αστικής κλίμακας σφυγμομετρήσεων ή τύπους διαμόρφωσης πολιτικών αποφάσεων μέσω διαδραστικής τηλεόρασης, αρχείων προσδιορισμού ψηφοφόρος. επειδή αυτά τα δεδομένα μερικές φορές περιλαμβάνουν (πέραν των ταχυδρομικών διευθύνσεων, των αριθμών τηλεφώνων, των λογαριασμών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των πληροφοριών σχετικών με επαγγελματικές δραστηριότητες και οικογενειακές σχέσεις) ευαίσθητα δεδομένα σχετικά με αληθείς ή υποτιθέμενες δεοντικές και πολιτικές πεποιθήσεις ή δραστηριότητες, ή με εκλογικές δραστηριότητες.
Επειδή διεξάγεται επιθετική καταγραφή χαρακτηριστικών από πολλά πρόσωπα που κατηγοριοποιούνται –μερικές φορές ανακριβώς ή στη βάση μιας επιφανειακής επαφής- ως συμπαθούντες, υποστηρικτές, οπαδοί ή μέλη κομμάτων, προκειμένου να ενισχυθεί η προσωπική επικοινωνία με ομάδες πολιτών.

Επειδή αυτές οι δραστηριότητες πρέπει να διεξάγονται με νόμιμο και ορθό τρόπο .

Επειδή είναι απαραίτητο να προστατευθούν τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων και να προληφθούν, με κατάλληλα μέτρα, μη δικαιολογημένες επεμβάσεις, βλάβες και έξοδα για τα υποκείμενα των δεδομένων, ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα και πιθανές διακρίσεις στην προσωπική τους σφαίρα, όπως επίσης και η αποχή τους από κάποιους τύπους πολιτικής συμμετοχής.

Επειδή ο σκοπός της προστασίας μπορεί να επιτευχθεί αν ληφθούν υπόψη τα σχετικά δημόσια συμφέροντα που αναφέρονται σε κάποιες πολιτικές επικοινωνιακές δραστηριότητας, όπως επίσης και οι επαρκείς μέθοδοι και διασφαλίσεις για τις εσωτερικές επικοινωνίες που απευθύνονται σε μέλη κομμάτων ή σε απλούς πολίτες .

Επειδή με αυτήν την προοπτική, η υπεύθυνη προώθηση μπορεί να ενθαρρυνθεί χωρίς περιορισμό της διακίνησης των ιδεών και των πολιτικών προτάσεων και, παρόλο που η πολιτική επικοινωνία μερικές φορές έχει πολλά κοινά με τη διαφημιστική δραστηριότητα, έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που την διαχωρίζουν από την εμπορική προώθηση.

Επειδή το δίκαιο της προστασίας δεδομένων εφαρμόζεται ήδη στην πολιτική επικοινωνία σε πολλές δικαιοδοσίες.

Επειδή υπάρχει ανάγκη να διασφαλιστεί ο σεβασμός των αρχών της προστασίας δεδομένων και να αναπτυχθεί ένα διεθνές ελάχιστο πρότυπο που θα μπορούσε να συμβάλει στην εναρμόνιση των επιπέδων της προστασίας των υποκειμένων των δεδομένων, με τη χρήση εθνικών και διεθνών κωδίκων συμπεριφοράς ως μια βάση και λαμβάνοντας υπόψη συγκεκριμένες λύσεις και κανόνες που έχουν παρατηρηθεί σε διάφορες χώρες.

Επειδή η οι υπάρχοντες επίτροποι προστασίας δεδομένων και ιδιωτικότητας μπορούν να παίξουν αυξανόμενα σημαντικό ρόλο στο σχεδιασμό συντονισμένων ενεργειών σε συνεργασία με άλλες εποπτικές αρχές που είναι αρμόδιες στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, της πληροφορίας, των δημοσκοπήσεων και των εκλογικών δραστηριοτήτων.

θεσπίζει
την ακόλουθη διακήρυξη


Κάθε πολιτική επικοινωνιακή δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που δεν σχετίζονται με εκλογικές εκστρατείες, η οποία προϋποθέτει την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες των ενδιαφερομένων προσώπων, καθώς και το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων και θα πρέπει να ακολουθεί τις καθιερωμένες αρχές προστασίας προσωπικών δεδομένων και ειδικά:

Aρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων

Τα προσωπικά δεδομένα θα πρέπει να τυγχάνουν επεξεργασίας μόνον όταν είναι απαραίτητα για τους σκοπούς που έχουν συλλεχθεί ειδικώς.

Νόμιμη και θεμιτή συλλογή

Τα προσωπικά δεδομένα πρέπει να συλλέγονται νόμιμα από γνώριμες πηγές και πρέπει να τυγχάνουν θεμιτής επεξεργασίας. Θα πρέπει να επιβεβαιώνεται ότι, σύμφωνα με το νόμο, μερικές πηγές είναι δημόσια προσβάσιμες ή μπορεί να χρησιμοποιηθούν για ειδικούς σκοπούς ή με συγκεκριμένους όρους ή για περιορισμένες περιστάσεις ή χρονικές περιόδους.

Ειδική προσοχή πρέπει να δοθεί στην περίπτωση των επιθετικών τακτικών επαφής με τα υποκείμενα των δεδομένων.

Ποιότητα των δεδομένων

Κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας θα πρέπει να γίνονται σεβαστές και οι άλλες αρχές για την ποιότητα των δεδομένων. Ειδικότερα, τα δεδομένα θα πρέπει να είναι ακριβή, σχετικά, όχι υπερβολικά και επικαιροποιημένα σε συνάρτηση με τους ειδικούς σκοπούς για τους οποίους έχουν συλλεχθεί, ιδιαίτερα όταν η πληροφορία σχετίζεται με τις κοινωνικές ή πολιτικές ή δεοντικές πεποιθήσεις του υποκειμένου των δεδομένων.

Αρχή του σκοπού

Προσωπικά δεδομένα που έχουν εξαχθεί από ιδιωτικές ή δημόσιες πηγές γνώσης, οργανισμούς ή ενώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πολιτική επικοινωνία όταν η περαιτέρω επεξεργασία τους είναι συμβατή με τους σκοπούς για τους οποίους έχουν συλλεχθεί και είναι εκ των προτέρων γνωστή στα υποκείμενα των δεδομένων, ιδιαίτερα όταν τα δεδομένα είναι ευαίσθητα. Οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι πρέπει να σέβονται αυτές τις αρχές όταν χρησιμοποιούν για πολιτική επικοινωνία προσωπικά δεδομένα που έχουν συλλεχθεί κατά την ενάσκηση των θεσμικών τους λειτουργιών.

Προσωπικά δεδομένα που αρχικά συλλέχθηκαν για δραστηριότητες προώθησης με ενημερωμένη συγκατάθεση μπορούν να χρησιμοποιηθούν, εάν ο σκοπός της πολιτικής επικοινωνίας έχει αναφερθεί ειδικώς στην διακήρυξη της συγκατάθεσης.

Αναλογικότητα

Τα προσωπικά δεδομένα μπορούν να τύχουν επεξεργασίας μόνο με μεθόδους και ενέργειες που βρίσκονται σε αρμονία με τους σκοπούς, ιδίως στην περίπτωση που τα δεδομένα αφορούν πιθανούς ψηφοφόρους ή στην περίπτωση συσχέτισης δεδομένων που έχουν εξαχθεί από διαφορετικά αρχεία ή τράπεζες δεδομένων.

Τα προσωπικά δεδομένα, ιδιαίτερα αυτά που έχουν αποθηκευθεί ύστερα από την ευκαιρία με την οποία συλλέχθησαν, μπορούν να τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας εάν οι σκοποί πολιτικής επικοινωνίας περιλαμβάνονται στο πλαίσιο στο οποίο αποκτήθηκαν.

Ενημέρωση των Υποκειμένων των Δεδομένων

Πριν τη συλλογή των δεδομένων από το υποκείμενο, πρέπει να παρέχεται στους αποδέκτες έγγραφη ενημέρωση, αντίστοιχη με το επιλεχθέν μέσο επικοινωνίας, αναφέροντας την ταυτότητα του υπεύθυνου επεξεργασίας (μεμονωμένοι υποψήφιοι. εξωτερικός διαχειριστής εκστρατείας. τοπική ομάδα υποστηρικτών ή τοπικοί ή περιφερειακοί σύλλογοι . το κόμμα ως σύνολο κλπ) και τα είδη των ροών δεδομένων που θα πρέπει να είναι αναμενόμενα από τέτοιους φορείς.

Το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να είναι ενημερωμένο, όταν τα δεδομένα δεν έχουν αποκτηθεί από αυτό, τουλάχιστον σε περίπτωση που τα δεδομένα δεν είναι αποθηκευμένα μόνο σε προσωρινή βάση.

Συγκατάθεση

Θα πρέπει να εξακριβώνεται ότι η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων βασίζεται στην συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων ή σε άλλη νόμιμη βάση που προβλέπεται από το δίκαιο. Η επεξεργασία θα πρέπει να σέβεται συγκεκριμένους κανόνες που ισχύουν σε κάθε χώρα, ανάλογα με τις πηγές ή τα μέσα επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται, ιδιαίτερα στην περίπτωση των διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των αριθμών τηλεομοιοτυπίας, των σύντομων μηνυμάτων κινητής τηλεφωνίας ή άλλων μηνυμάτων κειμένου/εικόνας/κινούμενης εικόνας και προ-μαγνητοφωνημένων τηλεφωνικών μηνυμάτων.

Αποθήκευση των δεδομένων και μέτρα ασφαλείας

Κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας – πολιτικός φορέας ή μεμονωμένος υποψήφιος – πρέπει να λαμβάνει όλα τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα ασφαλείας για να εξασφαλίζει την ακεραιότητα των συλλεχθέντων πληροφοριών και να αποτρέψει την απώλεια και/ή την χρήση των δεδομένων από μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα ή φορείς.

Δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων

Τα υποκείμενα των δεδομένων θα πρέπει να απολαμβάνουν τα δικαιώματα πρόσβασης, διόρθωσης, κλειδώματος ή/και διαγραφής καθώς και το δικαίωμα αντίταξης σε ανεπιθύμητη επικοινωνία και να ζητούν την -ανέξοδη και με απλά μέσα- μη λήψη επιπλέον μηνυμάτων στο μέλλον. Η ύπαρξη αυτών των δικαιωμάτων θα πρέπει να αναφέρεται στην γραπτή ενημέρωση των υποκειμένων των δεδομένων.

Σε περίπτωση παραβίασης αυτών των δικαιωμάτων θα πρέπει να προβλέπονται κατάλληλες προσφυγές και κυρώσεις.


Σύμφωνα, λοιπόν με αυτή τη Διεθνή Διακήρυξη δεν υπάρχει γενική απαγόρευση για την πολιτική επικοινωνία με τη χρήση sms, αν ακολουθηθούν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται σε αυτή και οι οποίες αντιστοιχούν στο γενικό δίκαιο για την προστασία προσωπικών δεδομένων.

Θα πρέπει, ωστόσο, να εξεταστούν και οι εθνικές διατάξεις για την άμεση διαφήμιση με τηλεπικοινωνιακά μέσα. Ας δούμε, λοιπόν, τι λέει ο περίφημος Ν. 3471/2006.

Άρθρο 11
Μη ζητηθείσα επικοινωνία

1. Η χρησιμοποίηση αυτόματων συστημάτων κλήσης, ιδίως με χρήση συσκευών τηλεομοιοτυπίας (φαξ) ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, και γενικότερα η πραγματοποίηση μη ζητηθεισών επικοινωνιών με οποιοδήποτε μέσο ηλεκτρονικής επικοινωνίας, με ή χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς, επιτρέπεται μόνο αν ο συνδρομητής συγκατατεθεί εκ των προτέρων ρητώς.

2. Δεν επιτρέπεται η πραγματοποίηση μη ζητηθεισών επικοινωνιών για τους ανωτέρω σκοπούς, εφόσον ο συνδρομητής έχει δηλώσει προς τον φορέα παροχής διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ότι δεν επιθυμεί γενικώς να δέχεται τέτοιες επικοινωνίες. Ο φορέας υποχρεούται να καταχωρίζει δωρεάν τις δηλώσεις αυτές σε ειδικό κατάλογο συνδρομητών, ο οποίος είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερομένου.

3. Τα στοιχεία επαφής ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αποκτήθηκαν νομίμως, στο πλαίσιο της πώλησης προϊόντων ή υπηρεσιών ή άλλης συναλλαγής, μπορούν να χρησιμοποιούνται για την απευθείας προώθηση παρόμοιων προϊόντων ή υπηρεσιών του προμηθευτή ή για την εξυπηρέτηση παρόμοιων σκοπών, ακόμη και όταν ο αποδέκτης του μηνύματος δεν έχει δώσει εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή του, υπό την προϋπόθεση ότι του παρέχεται κατά τρόπο σαφή και ευδιάκριτο η δυνατότητα να αντιτάσσεται, με εύκολο τρόπο και δωρεάν, στη συλλογή και χρησιμοποίηση των ηλεκτρονικών του στοιχείων, και αυτό σε κάθε μήνυμα σε περίπτωση που ο χρήστης αρχικά δεν είχε διαφωνήσει σε αυτή τη χρήση.

4. Απαγορεύεται η αποστολή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που έχουν σκοπό την άμεση εμπορική προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών, όταν δεν αναφέρεται ευδιάκριτα και σαφώς η ταυτότητα του αποστολέα ή του προσώπου προς όφελος του οποίου αποστέλλεται το μήνυμα, καθώς επίσης και η έγκυρη διεύθυνση στην οποία ο αποδέκτης του μηνύματος μπορεί να ζητεί τον τερματισμό της επικοινωνίας.

5. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν και για τους συνδρομητές που είναι νομικά πρόσωπα.



Είναι σαφές ότι το άρθρο δεν έχει σχεδιαστεί λαμβάνοντας ρητά υπόψη την πολιτική επικοινωνία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η άμεση τηλεπικοινωνιακή πολιτική επικοινωνία δεν μπορεί να ενταχθεί σε ορισμένες διατάξεις του. Άλλωστε δεν αναφέρεται μόνο στην «εμπορική» διαφήμιση (προώθηση προϊόντων/υπηρεσιών), αλλά σε «κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς». Άρα και στην πολιτική διαφήμιση. Είναι αμφίβολο, επομένως, κατά πόσο η απόφαση 11/2001 της Αρχής, κατά την οποία δεν απαιτείται προηγούμενη συγκατάθεση του υποκειμένου, μπορεί να αφορά και τα πολιτικά sms, γιατί το άρθρο 11 του Ν.3471/2006 εκτοπίζει ως ειδικό το άρθρο 5§2 (ε) του (γενικού) Ν.2472/1997, στο οποίο είναι βασισμένη εκείνη η απόφαση. Αυτό το συμπέρασμα δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την Διακήρυξη του Montreaux, γιατί η Διακήρυξη παραπέμπει στην εθνική νομοθεσία στο κεφάλαιο «Συγκατάθεση», όταν πρόκειται για τηλεπικοινωνιακά μηνύματα.


Το σίγουρο είναι ότι οι «κάθε είδους διαφημιστικοί σκοποί» σαφώς περιλαμβάνουν και τα πολιτικά τηλεπικοινωνιακά μηνύματα. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τους γενικούς όρους «προώθηση προϊόντων ή υπηρεσιών». Άρα η §4 δεν δεσμεύει τους προωθούντες ηλεκτρονικώς μηνύματα πολιτικής επικοινωνίας.

Η επικοινωνία μέσω e-mail, εφόσον η διεύθυνση έχει αποκτηθεί από νόμιμη προηγούμενη επικοινωνία με τον διαφημιζόμενο πολιτικό («άλλη συναλλαγή») και δίνεται στον πολίτη το δικαίωμα να αντιταχθεί, επιτρέπεται χωρίς συγκατάθεση του πολίτη (για τα e-mail εφαρμόζεται η §3). Η ρύθμιση όμως της §3 είναι ειδική και δεν ισχύει και για τα sms. Στην περίπτωση των sms απαιτείται προηγούμενη ειδική και ρητή συγκατάθεση (§1, βλ. και Αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου). Αν ο πολίτης έχει κάνει τη γενική δήλωση ότι δεν επιθυμεί γενικώς τη μη ζητηθείσα επικοινωνία, καταχωρείται σε ειδικό μητρώο που οφείλει να λαμβάνει υπόψη ο διαφημιζόμενος ώστε να μην τον ενοχλεί καν για την λήψη συγκατάθεσης.

Ας δούμε τώρα κι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο του ίδιου νόμου :

Άρθρο 14
Αστική ευθύνη
1. Φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατά παράβαση του νόμου αυτού, προκαλεί περιουσιακή βλάβη υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση.
2. Η κατά το άρθρο 932 Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται, κατ’ ελάχιστο, στο ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €), εκτός αν ζητηθεί από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό. Η χρηματική ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξάρτητα από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη. (…)



Βέβαια, για να μην ανοίγουν «ορέξεις», το minimum 10.000 που αναφέρει ο Νόμος μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο για το κατά πόσον είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25§1 του Συντάγματος) και, αν κριθεί υπερβολικό σε σχέση με την ηθική βλάβη και την οικονομική επιφάνεια του δράστη, να μειωθεί η αποζημίωση από το δικαστή. Πάντως, σε αντίστοιχες περιπτώσεις για παράνομη ταχυδρομική αποστολή διαφημιστικού υλικού επιδικάστηκε το minimum των 6.000 ευρώ που αναφέρει ο Ν.2472/1997.
Πέρα όμως από τα δικαιώματα αποζημίωσης υπάρχει άλλη μια ενδιαφέρουσα διάταξη στο νέο Ν.3471/2006:
Άρθρο 13
Αρμοδιότητες της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Αρχής Διασφάλισης
του Απορρήτου των Επικοινωνιών

1. Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έχει και ως προς την τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από το ν. 2472/1997, όπως εκάστοτε ισχύει.
[...]
4. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 1 έως 17 του παρόντος νόμου, για την τήρηση των οποίων αρμόδια είναι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, αυτή επιβάλλει τις προβλεπόμενες από το άρθρο 21 του ν. 2472/1997 διοικητικές
κυρώσεις.
Κατά το άρθρο 21 του Ν.2472/1997 ("Κυρώσεις"¨)
1. Η Αρχή επιβάλλει στους υπεύθυνους επεξεργασίας ή στους τυχόν εκπροσώπους τους τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις, για παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον παρόντα νόμο και από κάθε άλλη ρύθμιση που αφορά την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα :
α) Προειδοποίηση, με αποκλειστική προθεσμία για άρση της παράβασης.
β) Πρόστιμο ποσού από τριακόσιες χιλιάδες (300.000) έως πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές.
γ) Προσωρινή ανάκληση άδειας.
δ) Οριστική ανάκληση άδειας.
ε) Καταστροφή αρχείου ή διακοπή επεξεργασίας και καταστροφή, επιστροφή ή κλείδωμα (δέσμευση) των σχετικών δεδομένων.
[...]
Για να δούμε, λοιπόν, θα επιβάλει η Αρχή κυρώσεις σε πολιτικούς που στέλνουν sms χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων;
Θα επιβεβαιώσει η Αρχή την ανεξαρτησία της και αυτή τη φορά;

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2007

H ανακήρυξη των υποψήφιων βουλευτών από τον Άρειο Πάγο

Το πιο κομβικό ερώτημα που ανακύπτει σε θεσμικό επίπεδο είναι: τελικά πρέπει να ανακηρύσσει τους υποψήφιους βουλευτές ένα ανώτατο δικαστήριο ή μήπως θα έπρεπε αυτή η αρμοδιότητα να ανατεθεί στη διοίκηση (λ.χ. στο υπουργείο Εσωτερικών που έχει και την ευθύνη των εκλογών).

Διότι, αναθέτοντας ο νομοθέτης στον Άρειο Πάγο αυτήν την αρμοδιότητα, επιλέγει να εξαρτώνται τα ψηφοδέλτια από την απόφαση ενός δικαστηρίου, με δεδομένο ότι «οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους» (άρθρο 87§1 του Συντάγματος). Στοιχείο του συνταγματικού δικαίου είναι η άμεση εφαρμογή του από τον δικαστή, ανεξάρτητα από την νομοθετική διαμεσολάβηση που μπορεί να εξειδικεύει ή να έρχεται και σε αντίθεση με το Σύνταγμα. Επομένως, ο Άρειος Πάγος από πουθενά δεν περιορίζεται σε «τυπικό έλεγχο», ο οποίος δήθεν διακρίνεται από τον «ουσιαστικό έλεγχο». Άλλωστε, η διάκριση του τυπικού από τον ουσιαστικό έλεγχο αποτελεί διάκριση ανάμεσα σε νομιμότητα και σκοπιμότητα. Ο έλεγχος «σκοπιμότητας» ουδέποτε εκχωρήθηκε στον Άρειο Πάγο ως προς την ανακήρυξη των υποψηφίων (δεν μπορεί να πει δηλαδή «και ποια είναι αυτή η Γεννηματά που θα την ανακηρύξουμε και σε πρώτη θέση στο Επικρατείας; Ικανοποιεί μια επί πενταετία υπερνομάρχης τον συνταγματικό σκοπό συμβολικής αναγνώρισης και ανάδειξης βουλευτών Επικρατείας; Την βγάζουμε!»).

Ο δικαστικός έλεγχος νομιμότητας δεν μπορεί όμως να περιλαμβάνει μόνο την «κατοχή της ελληνικής ιθαγένειας, τη συμπλήρωση της εκλογικής ηλικίας, τη μη στέρηση του εκλογικού δικαιώματος και του δικαιώματος εκλογιμότητας και τη μη υποβολή υποψηφιότητας σε περισσότερες εκλογικές περιφέρειες», όπως αναφέρει ο Καθηγητής κ. Παπαδημητρίου. Αυτός ο περιορισμός δεν προκύπτει ούτε από το Σύνταγμα, ούτε από το νόμο, στα οποία και μόνον υπόκεινται οι δικαστές κατά την παραπάνω συνταγματική διάταξη. Ο έλεγχος νομιμότητας από τον Άρειο Πάγο σαφώς περιλαμβάνει όλους τους συνταγματικούς όρους ανακήρυξης κάποιου ως υποψηφίου στις εκλογές.

Οι κ.κ. Καθηγητές Παπαδημητρίου, Χρυσόγονος και Λοβέρδος αναφέρουν ότι ο φυσικός δικαστής μιας τέτοιας περίπτωσης είναι το Εκλογοδικείο (Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 58). Κατά το άρθρο 8 του Συντάγματος, κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος (δηλ. τον «φυσικό δικαστή»). Και στο άρθρο 58 αναφέρει ότι ο έλεγχος και η εκδίκαση των βουλευτικών εκλογών, κατά του κύρους των οποίων ασκούνται ενστάσεις που αναφέρονται είτε σε εκλογικές παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια των εκλογών είτε σε έλλειψη των νομίμων προσόντων, ανατίθεται στο Α.Ε.Δ. του άρθρου 100. Το ίδιο το Σύνταγμα δηλαδή αναφέρει ότι όποιος έχει ενστάσεις να πάει στο Α.Ε.Δ. Δεν λέει όμως ότι ο Άρειος Πάγος δεν έχει αρμοδιότητα συνταγματικού ελέγχου να ανακηρύξει τις υποψηφιότητες. Ούτε αναφέρεται σε «αποκλειστική» αρμοδιότητα του Α.Ε.Δ., όπως, αντίθετα, λ.χ. αναφέρει το ΕΣΡ ως «αποκλειστικά αρμόδιο» για τον έλεγχο της ραδιοτηλεόρασης (άρθρο 15§2 του Συντάγματος). Η προέκταση του επιχειρήματος «μα υπάρχει το ΑΕΔ του άρθρου 58» σημαίνει κατ’ αποτέλεσμα ότι είναι αντισυνταγματική η ανακήρυξη υποψηφιοτήτων από τον Άρειο Πάγο. Όμως, η αρμοδιότητα ανακήρυξης των υποψηφιοτήτων δόθηκε στον Άρειο Πάγο με ένα προεδρικό διάταγμα (ουσιαστικό νόμο), του οποίου η συνταγματικότητα έχει εκ των προτέρων κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας και το οποίο π.δ. κωδικοποιεί νομοθεσία ψηφισμένη από τη Βουλή. Εξάλλου, ο ίδιος ο Άρειος Πάγος εφαρμόζοντας το εν λόγω διάταγμα προφανώς έκρινε ότι αυτό είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα. Δηλαδή δύο ανώτατα δικαστήρια έχουν κρίνει ότι η αρμοδιότητα αυτή είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα. Ποιοι αποτελούν το περίφημο ΑΕΔ; Οι πρόεδροι του Αρείου Πάγου, του ΣτΕ, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, 4 σύμβουλοι Επικρατείας και 4 Αρεοπαγίτες. Υπάρχει περίπτωση το ΑΕΔ, με αυτή η σύνθεση να κρίνει διαφορετικά την ουσία της απόφασης του Αρείου Πάγου; Ίσως, αν υποτεθεί ότι ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει διαφορετική άποψη και μπορέσει να την επιβάλει σε δύο συναδέλφους του- προέδρους και 8 ανώτατους δικαστές άλλων δικαστηρίων…

Υπάρχουν όμως και άλλα επιχειρήματα. Πράγματι, εφόσον ο Άρειος Πάγος κρίνει ως δικαστικός σχηματισμός και όχι ως υπουργείο Εσωτερικών, έπρεπε να εφαρμόσει τις αρχές μιας δίκαιης δίκης, ακόμη κι αν δεν το ανέφερε η εκλογική νομοθεσία. Και δίκαιη δίκη σημαίνει προηγούμενη ακρόαση (οι ενστάσεις ενώπιον του ΑΕΔ δεν είναι προηγούμενη ακρόαση). Όφειλε δηλαδή, κατά αναλογική εφαρμογή των αρχών του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο Άρειος Πάγος να καλέσει τους υποψηφίους να εκθέσουν τους ισχυρισμούς τους. Ορισμένοι (βλ. υπόθεση ΔΗΚΚΙ) το έπραξαν μόνοι τους, υποβάλλοντας υπομνήματα. Εδώ εντοπίζεται πράγματι ένα σημαντικό έλλειμμα διαδικαστικών εγγυήσεων τόσο στην απόφαση όσο και στην ίδια την εκλογική νομοθεσία, το οποίο εμμέσως, αν και με άλλες αφετηρίες και συμπεράσματα, εντόπισε ο κ. Παπαδημητρίου.

Κατ’ ουσίαν όμως, τουλάχιστον στην υπόθεση Γεννηματά, ποιοι θα ήταν αυτοί οι ισχυρισμοί; Ο κ. Παπαδημητρίου αναφέρει: «η προτεινόμενη κατείχε μεν θέση ανώτερου μονοπρόσωπου οργάνου στην Τοπική Αυτοδιοίκηση του β΄ βαθμού, αλλά δεν υπέβαλε υποψηφιότητα σε βασική εκλογική περιφέρεια προς εκλογή με το σύστημα της σταυροδοσίας. Με αυτά τα δεδομένα, δεν συντρέχει στο πρόσωπό της, κατά την ορθότερη άποψη, κώλυμα, αφού από τη θέση που κατείχε δεν είναι αντικειμενικά δυνατό να επηρεάσει τους ψηφοφόρους κατά τρόπο αθέμιτο.» Την τελολογική αναφορά στην οποία προβαίνει ο Καθηγητής στην β΄ πρόταση (και στην οποία προσέφυγε και η ίδια η κ. Γεννηματά σε δήλωσή της, ότι δηλ. δεν κατεβαίνει «με σταυρό») αποκρούει το ίδιο το Σύνταγμα: στην παράγραφο 3 του άρθρου 56 αναφέρεται ότι πράγματι τα κωλύματα δεν αφορούν υποψήφιους για το ψηφοδέλτιο Επικρατείας (περίπτωση κ. Χηνοφώτη). Ωστόσο, η ρήτρα αυτή δεν αφορά την παράγραφο 1 του άρθρου 56 που προβλέπει το κώλυμα στο οποίο εμπίπτει η κ. Γεννηματά. Αν το Σύνταγμα προέκρινε την τελολογική προσέγγιση που επικαλείται ο Καθηγητής και η προταθείσα θα είχε επαναλάβει την απαλλακτική ρήτρα για το ψηφοδέλτιο Επικρατείας και στην παράγραφο 1. Ο λόγος για τον οποίο αποκλείεται η υποψηφιότητα ανώτερου μονοπρόσωπου όργανου τοπικής αυτοδιοίκησης περικλείεται στην απαγόρευση της διάταξης που αποκλείει τις έννομες συνέπειες της παραίτησης για τα όργανα αυτά, κατά τη διάρκεια της θητείας για την οποία εξελέγησαν. Το Σύνταγμα θέλει να προστατεύσει το ακέραιο της θητείας του οργάνου που αναδείχθηκε από τον εκλογικό σώμα, όχι να περιορίσει αθέμιτη επιρροή του προσώπου λόγω της θέσης που κατέχει.

Υπάρχει όμως ένα άλλο ουσιαστικό ζήτημα, το οποίο έχει συζητηθεί, αλλά θα ανοίγονταν σοβαρές νομικές αμφισβητήσεις για την κανονιστική του σημασία: είναι δίκαιο το άρθρο 56 του Συντάγματος; Είναι σωστό να απαγορεύεται στον νομάρχη να παραιτηθεί και να κατέβει στις εκλογές (παρ. 1) ενώ την ίδια στιγμή επιτρέπεται στον ανώτατο αξιωματικό των ενόπλων δυνάμεων να κατέβει στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, ή μήπως προσκρούει σε άλλες αρχές, οι οποίες, υπό συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί να κατισχύουν και του ίδιου του Συντάγματος;

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου:

Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν όπως διενεργώσι, κατά λογικά διαστήματα, ελευθέρας μυστικάς εκλογάς, υπό συνθήκας επιτρεπούσας την ελευθέραν έκφρασιν της λαϊκής θελήσεως ως προς την εκλογήν του νομοθετικού σώματος.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει εκδώσει ορισμένες αποφάσεις καταδικάζοντας κράτη του Συμβουλίου της Ευρώπης για αποκλεισμό υποψηφίων. Από την νομολογία που είδα, οι αποκλεισμοί είχαν σχέση με αθέμιτες διακρίσεις εις βάρος των υποψηφίων, ενώ δεν εντόπισα απόφαση ΕΔΔΑ που να καταδικάζει κράτος μέλος για κώλυμα τέτοιου είδους όπως της κ. Γεννηματά. Στην υπόθεση Λυκουρέζος κατά Ελλάδας (15.6.2006) , λ.χ. το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η συνταγματική επιβολή του ασυμβιβάστου της δικηγορικής ιδιότητας του κ. Λυκουρέζου, ενώ είχε ήδη εκλεγεί βουλευτής (το 2000), αφού δεν περιείχε μεταβατικές διατάξεις και συνεπαγόταν την άμεση έκπτωσή του, παραβίασε το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου. Η υπόθεση έχει σαφώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, ενώ περιέχει και σαφή αναγνώριση από το ΕΔΔΑ της ευρείας εξουσίας των κρατών να θεσμοθετούν ασυμβίβαστα, παρουσιάζοντας μάλιστα και έναν πλήρη κατάλογο αυτών στα ευρωπαϊκά συντάγματα.


Το ουσιαστικό ερώτημα είναι μήπως αυτή η ανισότητα στα κωλύματα που προβλέπονται από το Σύνταγμα παραβιάζει τελικά την αρχή της εκλογικής ίσης μεταχείρισης που εγγυάται το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο και αν είναι θεμιτή και δικαιολογημένη σε μια δημοκρατική κοινωνία. Γιατί δηλαδή ο αρχηγός της αεροπορίας (και μια ολόκληρη κατηγορία κρατικών λειτουργών, παρ. 3 και 2 άρθρου 56 ) να μπορεί να παραιτηθεί και να μπει στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, ενώ η υπερνομάρχης Αττικής (και μια άλλη, επίσης μεγάλη κατηγορία κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων, παρ. 1 άρθρου 56) να μην δικαιούται; Είναι πιο σημαντικό ο υπερνομάρχης να ολοκληρώσει τη θητεία του και να του απαγορευτεί η υποψηφιότητα ενώ λιγότερο σημαντικό να παραιτηθεί ο αρχηγός του στρατού και να κατέβει στις εκλογές;


Σε αυτό το σκεπτικό συνηγορεί και η διατύπωση των άρθρων 25 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα:

Article 25

Every citizen shall have the right and the opportunity, without any of the distinctions mentioned in article 2 and without unreasonable restrictions:

(a) To take part in the conduct of public affairs, directly or through freely chosen representatives;

(b) To vote and to be elected at genuine periodic elections which shall be by universal and equal suffrage and shall be held by secret ballot, guaranteeing the free expression of the will of the electors;

(c) To have access, on general terms of equality, to public service in his country.

Article 26

All persons are equal before the law and are entitled without any discrimination to the equal protection of the law. In this respect, the law shall prohibit any discrimination and guarantee to all persons equal and effective protection against discrimination on any ground such as race, colour, sex, language, religion, political or other opinion, national or social origin, property, birth or other status.

Περαιτέρω, το άρθρο 2 προβλέπει:


Article 2

1. Each State Party to the present Covenant undertakes to respect and to ensure to all individuals within its territory and subject to its jurisdiction the rights recognized in the present Covenant, without distinction of any kind, such as race, colour, sex, language, religion, political or other opinion, national or social origin, property, birth or other status.

2. Where not already provided for by existing legislative or other measures, each State Party to the present Covenant undertakes to take the necessary steps, in accordance with its constitutional processes and with the provisions of the present Covenant, to adopt such laws or other measures as may be necessary to give effect to the rights recognized in the present Covenant.

3. Each State Party to the present Covenant undertakes:

(a) To ensure that any person whose rights or freedoms as herein recognized are violated shall have an effective remedy, notwithstanding that the violation has been committed by persons acting in an official capacity;

(b) To ensure that any person claiming such a remedy shall have his right thereto determined by competent judicial, administrative or legislative authorities, or by any other competent authority provided for by the legal system of the State, and to develop the possibilities of judicial remedy;

(c) To ensure that the competent authorities shall enforce such remedies when granted.

Οι ανισότητες με τις οποίες αντιμετωπίζονται μεγάλες κατηγορίες δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων στο άρθρο 56 του Συντάγματος, μόνο και μόνο λόγω του ειδικούς status τους, δημιουργούν αναπόφευκτα ζητήματα συμβατότητας με τις παραπάνω διεθνείς και ευρωπαϊκές διατάξεις, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι ad hoc νομολογία. Aμφιβάλλω για το κατά πόσον η έκταση αυτών των ανισοτήτων εμπίπτει στο ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας που έχει αναγνωρίσει το ΕΔΔΑ ή η (τέως) Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ στα κράτη και συνεπώς θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αχθεί αυτή η διαφορά ενώπιόν των διεθνών αυτών οργάνων (σ.σ. η Επιτροπή εχει αντικατασταθεί από το Συμβούλιο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ απο το 2006).

Στην απόφαση του Αρείου Πάγου διαβάζουμε επίσης:

«Ο µεµονωµένος υποψήφιος Αθανάσιος ∆ασκαλόπουλος θ α α ν α κη ρ υ χ θ ε ί ω ς µεµονωµένος χωρίς το δ η λ ω θ έ ν όνοµα «ΝΕΟΣ ΦΑΣΙΣΜΟΣ», γ ι α τ ί αυτό αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 37 π α ρ. 5 γ ΄ του π. δ. 96/5.6.2007, σ υνδ υα ζ όµενη µε τη δ ι ά τ αξ η του άρθρου 29 παρ. 1 τ ου Σ υ ν τ ά γµατος.»

Ωστόσο, στην αναφερόμενη διάταξη του προεδρικού διατάγματος αναφέρεται:

Απαγορεύεται η χρήση ως ονόματος και εμβλήματος ή σήματος κόμματος:
 
 α) συμβόλου θρησκευτικής λατρείας, της σημαίας της πατρίδας ή άλλου 
παρόμοιου συμβόλου ή σημείου ιδιαίτερης ευλάβειας,
 
 β) του στέμματος,
 
 γ) συμβόλων ή εμβλημάτων του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967 
ή φωτογραφιών προσώπων που έχουν καταδικαστεί για τη συμμετοχή τους σ' αυτό.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 29§1 εδ. (α) του Συντάγματος αναφέρεται:

Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.


Στην προκειμένη περίπτωση όμως, ο υποψήφιος ούτε χρησιμοποίησε σύμβολο ή έμβλημα του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967, ούτε ίδρυσε ή συμμετείχε σε πολιτικό κόμμα που η οργάνωση και η δράση του αντιστρατεύεται τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κι αυτό γιατί, όπως προκύπτει από την ίδια την απόφαση, ο υποψήφιος είναι μεμονωμένος, άρα δεν ίδρυσε κόμμα και εξάλλου, απ’ ό,τι είναι γνωστό, η χούντα του ’67 δεν χρησιμοποίησε τον όρο «νέος φασισμός». Συνεπώς, είναι εντελώς ακατανόητη η εφαρμογή των άρθρων που αναφέρει η απόφαση.


Η ίδια απόφαση αφαίρεσε τον σταυρό από το έμβλημα συνδυασμό του κόμματος «ΝΕΟ ΚΟΜΜΑ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», αλλά για το ΛΑ.Ο.Σ. το έμβλημα του οποίου επίσης περιέχει έναν σταυρό και ο τίτλος του περιέχει άμεση αναφορά στην επικρατούσα θρησκεία, δεν έγινε καμία αναφορά! Κι αυτό μολονότι κατά το άρθρο 37§α ρητά απαγορεύεται η χρήση σταυρού.

Στο θέμα του ΔΗΚΚΙ, ο Άρειος Πάγος λειτούργησε σαν μια διοικητική επιτροπή σημάτων που προσπαθεί να προστατεύσει το κοινό από την πρόκληση συγχύσεων μεταξύ εμπορικών σημάτων και τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Λες και τα κόμματα είναι προϊόντα και οι εκλογείς καταναλωτές.


Αξιολογώντας συνολικά την απόφαση, αν και ο Άρειος Πάγος κινήθηκε τυπικά στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, χωρίς τόλμη πάντως, παρ’ όλο που τον κατηγορούν για το αντίθετο, δυσκολεύομαι να κατανοήσω για ποιο λόγο σε μια δημοκρατία σήμερα τίθενται τέτοιου είδους απαγορεύσεις στους υποψηφίους, είτε από το Σύνταγμα είτε από την νομοθεσία. Θα περίμενα πιο τολμηρούς δικαστές που θα έκαναν και σταθμίσεις αντλωντας επιχειρήματα από υπερσυνταγματικές έννομες τάξεις, όπως το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο, τα οποία είναι επί δεκαετίες δοκιμασμένα και αφορούν πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων.

Τελικά, όμως, το πιο σημαντικό πρόβλημα δεν είναι η ατολμία ή ο συντηρητισμός των δικαστών, αλλά ο οπισθοδρομικός νομοθέτης, κοινός και συνταγματικός, που αντιμετωπίζει το εκλογικό σώμα ως ένα ποίμνιο που πρέπει με κάθε τρόπο να το «προστατεύσει», αφαιρώντας, κατ’ αποτέλεσμα, αυταρχικά, το ατομικό και πολιτικό δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι από τεράστιες κατηγορίες φορέων του.

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...